Νομολογία
Αρείου Πάγου 260/2011, Τμ. Β/ΙI
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥ – ΕΥΘΥΝΟΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΨΥΧΙΚΗΣ ΟΔΥΝΗΣ – ΕΝΝΟΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ – ΨΥΧΙΚΗ ΟΔΥΝΗ ΝΗΠΙΟΥ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ
Αν στην επέλευση του εργατικού ατυχήματος συνετέλεσε και πταίσμα προσώπου που δεν είναι εργοδότης του παθόντος ή των προστηθέντων από τον εργοδότη προσώπων αλλά τρίτος, οι συγγενείς του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα έχουν αξίωση κατά του τρίτου (εκτός από αποζημίωση) και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Επομένως, για να δικαιούται η οικογένεια του θανόντος σε εργατικό ατύχημα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί ότι συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του θανόντος ή του προστηθέντος από αυτόν ή τρίτου. – Διατάξεις στις οποίες θεμελιώνεται το εν λόγω πταίσμα όσον αφορά στις οικοδομικές εργασίες. – Αν υπάρχει πταίσμα περισσοτέρων, ενέχονται πάντες εις ολόκληρον για τη χρηματική ικανοποίηση των συγγενών του θανόντος λόγω ψυχικής οδύνης, οι οποίοι δικαιούνται να απαιτήσουν ολόκληρο το ποσό από τον καθένα εξ αυτών, ο οποίος δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναντι των ως άνω συγγενών το συντρέχον πταίσμα του συναιτίου ο οποίος δεν ενήχθη. – Περίπτωση εργατικού ατυχήματος για την επέλευση του οποίου ευθύνονταν κατά 70% ο εργολάβος και ο επιβλέπων μηχανικός και κατά 30% ο θανών εργαζόμενος. – Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 932 εδ. γ΄, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται η σύζυγος, οι ανιόντες, οι κατιόντες, οι αδελφοί, πεθερός, γαμπρός και νύφη. – Δυνατότητα χρηματικής ικανοποιήσεως για μελλοντική ψυχική οδύνη έχει και το νήπιο, το οποίο κατά τον χρόνο θανατώσεως του μέλους της οικογένειάς του, λόγω της συναισθηματικής του ανωριμότητας και της ατελούς αναπτύξεώς του, δεν μπορεί να αισθανθεί ψυχικό πόνο, πλην όμως είναι βέβαιο ότι, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα την υποστεί αργότερα, όταν θα φθάσει σε ηλικία που θα αισθάνεται ψυχικό πόνο από την έλλειψη του οικείου του. – Η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως στα δικαιούμενα πρόσωπα τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της ύπαρξης μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν αυτός ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής. – Ο ισχυρισμός του προσεπικαλούντος ότι αποκλειστικός υπαίτιος της ζημίας του κυρίως ενάγοντος είναι ο προσεπικαλούμενος τρίτος καθιστά την προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή μη νόμιμες.
Κυριότερες διατάξεις: Ν. 551/1915 άρθρα 1, 2 και 16 παρ. 1 και 3. Α.Κ. άρθρα 297, 298, 914, 922, 926, 927 και 932, Π.δ. 778/1980 άρθρο 20 παρ. 1 Π.δ. 1073/1981 άρθρα 1, 20, 40 και 111. Ν. 1396/1983 άρθρα 2, 3 και 4. Κ.Πολ.Δ. άρθρα 88 και 559 αρ. 1, 8, 14 και 19.
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥ – ΕΥΘΥΝΟΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΨΥΧΙΚΗΣ ΟΔΥΝΗΣ – ΕΝΝΟΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ – ΨΥΧΙΚΗ ΟΔΥΝΗ ΝΗΠΙΟΥ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ
Αν στην επέλευση του εργατικού ατυχήματος συνετέλεσε και πταίσμα προσώπου που δεν είναι εργοδότης του παθόντος ή των προστηθέντων από τον εργοδότη προσώπων αλλά τρίτος, οι συγγενείς του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα έχουν αξίωση κατά του τρίτου (εκτός από αποζημίωση) και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Επομένως, για να δικαιούται η οικογένεια του θανόντος σε εργατικό ατύχημα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί ότι συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του θανόντος ή του προστηθέντος από αυτόν ή τρίτου. – Διατάξεις στις οποίες θεμελιώνεται το εν λόγω πταίσμα όσον αφορά στις οικοδομικές εργασίες. – Αν υπάρχει πταίσμα περισσοτέρων, ενέχονται πάντες εις ολόκληρον για τη χρηματική ικανοποίηση των συγγενών του θανόντος λόγω ψυχικής οδύνης, οι οποίοι δικαιούνται να απαιτήσουν ολόκληρο το ποσό από τον καθένα εξ αυτών, ο οποίος δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναντι των ως άνω συγγενών το συντρέχον πταίσμα του συναιτίου ο οποίος δεν ενήχθη. – Περίπτωση εργατικού ατυχήματος για την επέλευση του οποίου ευθύνονταν κατά 70% ο εργολάβος και ο επιβλέπων μηχανικός και κατά 30% ο θανών εργαζόμενος. – Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 932 εδ. γ΄, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται η σύζυγος, οι ανιόντες, οι κατιόντες, οι αδελφοί, πεθερός, γαμπρός και νύφη. – Δυνατότητα χρηματικής ικανοποιήσεως για μελλοντική ψυχική οδύνη έχει και το νήπιο, το οποίο κατά τον χρόνο θανατώσεως του μέλους της οικογένειάς του, λόγω της συναισθηματικής του ανωριμότητας και της ατελούς αναπτύξεώς του, δεν μπορεί να αισθανθεί ψυχικό πόνο, πλην όμως είναι βέβαιο ότι, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα την υποστεί αργότερα, όταν θα φθάσει σε ηλικία που θα αισθάνεται ψυχικό πόνο από την έλλειψη του οικείου του. – Η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως στα δικαιούμενα πρόσωπα τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της ύπαρξης μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν αυτός ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής. – Ο ισχυρισμός του προσεπικαλούντος ότι αποκλειστικός υπαίτιος της ζημίας του κυρίως ενάγοντος είναι ο προσεπικαλούμενος τρίτος καθιστά την προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή μη νόμιμες.
Κυριότερες διατάξεις: Ν. 551/1915 άρθρα 1, 2 και 16 παρ. 1 και 3. Α.Κ. άρθρα 297, 298, 914, 922, 926, 927 και 932, Π.δ. 778/1980 άρθρο 20 παρ. 1 Π.δ. 1073/1981 άρθρα 1, 20, 40 και 111. Ν. 1396/1983 άρθρα 2, 3 και 4. Κ.Πολ.Δ. άρθρα 88 και 559 αρ. 1, 8, 14 και 19.
Εφετείου Θεσ/νίκης: 727/2009
Βλαπτική μεταβολή.
Δικαιώματα μισθωτού επί μονομερούς και βλαπτικής για τον εργαζόμενο μεταβολής – Περίπτωση βάναυσης, προσβλητικής συμπεριφοράς προς εργαζόμενο και τραυματισμού αυτού από μέλος του Δ.Σ. της εργοδοτικής εταιρείας – Δικαίωμα λήψεως της αποζημιώσεως απολύσεως και ευλόγου χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη – Ανεπίτρεπτος ο συμψηφισμός αμοιβής υπερωρίας προς καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές – Επιτρεπτός ο συμψηφισμός αμοιβής υπερεργασίας.
Βλαπτική μεταβολή.
Δικαιώματα μισθωτού επί μονομερούς και βλαπτικής για τον εργαζόμενο μεταβολής – Περίπτωση βάναυσης, προσβλητικής συμπεριφοράς προς εργαζόμενο και τραυματισμού αυτού από μέλος του Δ.Σ. της εργοδοτικής εταιρείας – Δικαίωμα λήψεως της αποζημιώσεως απολύσεως και ευλόγου χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη – Ανεπίτρεπτος ο συμψηφισμός αμοιβής υπερωρίας προς καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές – Επιτρεπτός ο συμψηφισμός αμοιβής υπερεργασίας.
Άρειος Πάγος 650/2003
Ατύχημα ναυτικού κατά τη διάρκεια του χρόνου που ήταν αναγκαίος για την ανάπαυσή του τη νύχτα σε κατάλυμα, το οποίο είχε εξασφαλίσει η πλοιοκτήτρια σε ακίνητο λόγω έλλειψης δυνατότητας διανυκτέρευσης στο πλοίο. Εργατικό ατύχημα εξ αφορμής της εργασίας του.
Εργατικό ατύχημα εξ αφορμής της εργασίας. Εκείνο που δεν είναι άμεση συνέπεια της εργασίας, όπως το εκτός τόπου και χρόνου εκτέλεσής της, συνδέεται όμως με αυτή με σχέση αιτίου και αποτελέσματος από το ότι λόγω της εργασίας δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες, αναγκαίες συνθήκες που δε θα δημιουργούνταν χωρίς αυτήν.
Τραυματισμός ναυτικού κατά τη διάρκεια του χρόνου που ήταν αναγκαίος για την ανάπαυσή του τη νύχτα σε κατάλυμα, το οποίο λόγω έλλειψης δυνατότητας διανυκτέρευσης του πληρώματος στο πλοίο είχε εξασφαλίσει η πλοιοκτήτρια σε ακίνητο (διαμέρισμα) κείμενο εγγύς του λιμένα όπου είχε αγκυροβολήσει το πλοίο. Το ατύχημα συνέβη ενώ ο ναυτικός βρισκόταν σε χώρο επιλογής της πλοιοκτήτριας σε εκπλήρωση υποχρέωσής του από την υπάρχουσα σύμβαση ναυτικής εργασίας του. Εργατικό ατύχημα εξ αφορμής της εργασίας.
Ατύχημα ναυτικού κατά τη διάρκεια του χρόνου που ήταν αναγκαίος για την ανάπαυσή του τη νύχτα σε κατάλυμα, το οποίο είχε εξασφαλίσει η πλοιοκτήτρια σε ακίνητο λόγω έλλειψης δυνατότητας διανυκτέρευσης στο πλοίο. Εργατικό ατύχημα εξ αφορμής της εργασίας του.
Εργατικό ατύχημα εξ αφορμής της εργασίας. Εκείνο που δεν είναι άμεση συνέπεια της εργασίας, όπως το εκτός τόπου και χρόνου εκτέλεσής της, συνδέεται όμως με αυτή με σχέση αιτίου και αποτελέσματος από το ότι λόγω της εργασίας δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες, αναγκαίες συνθήκες που δε θα δημιουργούνταν χωρίς αυτήν.
Τραυματισμός ναυτικού κατά τη διάρκεια του χρόνου που ήταν αναγκαίος για την ανάπαυσή του τη νύχτα σε κατάλυμα, το οποίο λόγω έλλειψης δυνατότητας διανυκτέρευσης του πληρώματος στο πλοίο είχε εξασφαλίσει η πλοιοκτήτρια σε ακίνητο (διαμέρισμα) κείμενο εγγύς του λιμένα όπου είχε αγκυροβολήσει το πλοίο. Το ατύχημα συνέβη ενώ ο ναυτικός βρισκόταν σε χώρο επιλογής της πλοιοκτήτριας σε εκπλήρωση υποχρέωσής του από την υπάρχουσα σύμβαση ναυτικής εργασίας του. Εργατικό ατύχημα εξ αφορμής της εργασίας.
Άρειος Πάγος 654/2009, Τμ. Β/Ι
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ – ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ – ΣΥΝΤΡΕΧΟΝ ΠΤΑΙΣΜΑ ΠΑΘΟΝΤΟΣ –ΕΝΣΤΑΣΗ ΣΥΝΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ
Εργατικό ατύχημα. – Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν με την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ., δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών, και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915. - Για τον προσδιορισμό του ύψους της «εύλογης» χρηματικής ικανοποιήσεως, το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να λαμβάνει υπ’όψιν, εκτός από τα λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία (συνθήκες ατυχήματος, έκταση της προκληθείσης σωματικής βλάβης και συνέπειες αυτής, οικονομική κατάσταση των μερών κ.λπ.), και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, το οποίο συνεκτιμάται με τα ως άνω στοιχεία, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται μετά τον τελικό καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως να μειωθεί εκ νέου τούτο ανάλογα με το ποσοστό της συνυπαιτιότητας. – Για να υπάρχει συντρέχον πταίσμα, πρέπει η πράξη του ζημιωθέντος να έχει συντελέσει στην πρόκληση της ζημίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξης του ζημιωθέντος με την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας. Τέτοια αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ζημιωθέντος, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. - Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά συγκροτούν ή όχι την αόριστη νομική έννοια του συντρέχοντος πταίσματος υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου. – Περίπτωση ανειδίκευτου και ανασφάλιστου εργάτη ο οποίος έχασε την όρασή του στον αριστερό οφθαλμό από ασβέστη λόγω αμέλειας των προστηθέντων της αναιρεσίβλητης εργοδότιδος εταιρείας να του χορηγήσουν προστατευτικά ομματοϋάλια. Κατά τον υπολογισμό της επιδικασθείσης στον ενάγοντα και αναιρεσείοντα εργάτη τη χρηματικής ικανοποιήσεως, ύψους 6.000 ευρώ, ελήφθη υπ’όψιν και το συντρέχον πταίσμα αυτού, συνιστάμενο στο ότι από αμέλειά του δεν φρόντισε να προστατεύσει τον εαυτό του, όπως επιβάλλει το άρθρο 102 εδ. στ΄ του π.δ. 1073/1981. – Δεν ιδρύεται ο εκ του άρθρου 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως αν δεν έχει προταθεί ένσταση συνυπαιτιότητας, εφόσον το συντρέχον πταίσμα προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο για τον προσδιορισμό του ύψους της «εύλογης» αποζημιώσεως.
Κυριότερες διατάξεις: Ν. 551/1915 άρθρα 1 και 16. Π.δ. 1073/1981 άρθρο 102. Α.Κ. άρθρα 914 και 932. Κ.Πολ.Δ. άρθρο 559 αρ. 1,8 και 19.
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ – ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ – ΣΥΝΤΡΕΧΟΝ ΠΤΑΙΣΜΑ ΠΑΘΟΝΤΟΣ –ΕΝΣΤΑΣΗ ΣΥΝΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ
Εργατικό ατύχημα. – Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν με την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ., δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών, και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915. - Για τον προσδιορισμό του ύψους της «εύλογης» χρηματικής ικανοποιήσεως, το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να λαμβάνει υπ’όψιν, εκτός από τα λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία (συνθήκες ατυχήματος, έκταση της προκληθείσης σωματικής βλάβης και συνέπειες αυτής, οικονομική κατάσταση των μερών κ.λπ.), και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, το οποίο συνεκτιμάται με τα ως άνω στοιχεία, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται μετά τον τελικό καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως να μειωθεί εκ νέου τούτο ανάλογα με το ποσοστό της συνυπαιτιότητας. – Για να υπάρχει συντρέχον πταίσμα, πρέπει η πράξη του ζημιωθέντος να έχει συντελέσει στην πρόκληση της ζημίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξης του ζημιωθέντος με την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας. Τέτοια αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ζημιωθέντος, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. - Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά συγκροτούν ή όχι την αόριστη νομική έννοια του συντρέχοντος πταίσματος υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου. – Περίπτωση ανειδίκευτου και ανασφάλιστου εργάτη ο οποίος έχασε την όρασή του στον αριστερό οφθαλμό από ασβέστη λόγω αμέλειας των προστηθέντων της αναιρεσίβλητης εργοδότιδος εταιρείας να του χορηγήσουν προστατευτικά ομματοϋάλια. Κατά τον υπολογισμό της επιδικασθείσης στον ενάγοντα και αναιρεσείοντα εργάτη τη χρηματικής ικανοποιήσεως, ύψους 6.000 ευρώ, ελήφθη υπ’όψιν και το συντρέχον πταίσμα αυτού, συνιστάμενο στο ότι από αμέλειά του δεν φρόντισε να προστατεύσει τον εαυτό του, όπως επιβάλλει το άρθρο 102 εδ. στ΄ του π.δ. 1073/1981. – Δεν ιδρύεται ο εκ του άρθρου 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως αν δεν έχει προταθεί ένσταση συνυπαιτιότητας, εφόσον το συντρέχον πταίσμα προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο για τον προσδιορισμό του ύψους της «εύλογης» αποζημιώσεως.
Κυριότερες διατάξεις: Ν. 551/1915 άρθρα 1 και 16. Π.δ. 1073/1981 άρθρο 102. Α.Κ. άρθρα 914 και 932. Κ.Πολ.Δ. άρθρο 559 αρ. 1,8 και 19.
Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς 1396/2002
ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ – ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ
Το αίτημα του εργαζομένου να υποχρεωθεί ο εργοδότης να τον απασχολεί πραγματικώς δεν είναι νόμιμο, διότι η υποχρέωση του τελευταίου εξαντλείται στην καταβολή του μισθού προς τον εργαζόμενο. Μόνο κατ΄ εξαίρεση ανακύπτει τέτοια υποχρέωση του εργοδότη, και τούτο στην περίπτωση που η ανωτέρω άρνησή του συνεπάγεται την προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, καθώς και στην περίπτωση που υπάρχει υλικό ή ηθικό συμφέρον του τελευταίου να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Μη νόμιμο είναι επίσης και το αίτημα του εργαζομένου να του επιδικασθούν μισθοί υπερημερίας για το μετά τη συζήτηση της αγωγής του διάστημα, εάν δεν συντρέχει καμία από τις προϋποθέσεις της Κ.Πολ.Δ. 69 για παροχή προληπτικής δικαστικής προστασίας. Καταχρηστική η απόλυση εργαζομένου, η οποία προκλήθηκε εξ αιτίας της μακράς απουσίας του λόγω εργατικού ατυχήματός του και της συνεπεία αυτής μεταστάσεώς του, κατά τον εργοδότη, σε μη χρήσιμο και αντιπαραγωγικό, ενώ αυτός μέχρι του χρόνου του ανωτέρω ατυχήματός του ήταν παραγωγικός και οι υπηρεσίες του είχαν θεωρηθεί αποδοτικές και χωρίς ο εργοδότης να προβεί προηγουμένως σε τροποποιητική καταγγελία της εργασίας του σχέσεως, προτείνοντάς του υποδεέστερα καθήκοντα, ώστε να μην απολέσει τη θέση εργασίας του. Χρόνος από του οποίου αρχίζει να τρέχει η αποσβεστική προθεσμία προσβολής της απολύσεως ως άκυρης.
Κυριότερες διατάξεις: Α.Κ. άρθρα 57, 59, 281, 288, 652, 656, 914 και 932. Κπολ.Δ. άρθρο 69. Ν. 3198/1955 άρθρο 6 παρ. 1.
ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ – ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ
Το αίτημα του εργαζομένου να υποχρεωθεί ο εργοδότης να τον απασχολεί πραγματικώς δεν είναι νόμιμο, διότι η υποχρέωση του τελευταίου εξαντλείται στην καταβολή του μισθού προς τον εργαζόμενο. Μόνο κατ΄ εξαίρεση ανακύπτει τέτοια υποχρέωση του εργοδότη, και τούτο στην περίπτωση που η ανωτέρω άρνησή του συνεπάγεται την προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, καθώς και στην περίπτωση που υπάρχει υλικό ή ηθικό συμφέρον του τελευταίου να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Μη νόμιμο είναι επίσης και το αίτημα του εργαζομένου να του επιδικασθούν μισθοί υπερημερίας για το μετά τη συζήτηση της αγωγής του διάστημα, εάν δεν συντρέχει καμία από τις προϋποθέσεις της Κ.Πολ.Δ. 69 για παροχή προληπτικής δικαστικής προστασίας. Καταχρηστική η απόλυση εργαζομένου, η οποία προκλήθηκε εξ αιτίας της μακράς απουσίας του λόγω εργατικού ατυχήματός του και της συνεπεία αυτής μεταστάσεώς του, κατά τον εργοδότη, σε μη χρήσιμο και αντιπαραγωγικό, ενώ αυτός μέχρι του χρόνου του ανωτέρω ατυχήματός του ήταν παραγωγικός και οι υπηρεσίες του είχαν θεωρηθεί αποδοτικές και χωρίς ο εργοδότης να προβεί προηγουμένως σε τροποποιητική καταγγελία της εργασίας του σχέσεως, προτείνοντάς του υποδεέστερα καθήκοντα, ώστε να μην απολέσει τη θέση εργασίας του. Χρόνος από του οποίου αρχίζει να τρέχει η αποσβεστική προθεσμία προσβολής της απολύσεως ως άκυρης.
Κυριότερες διατάξεις: Α.Κ. άρθρα 57, 59, 281, 288, 652, 656, 914 και 932. Κπολ.Δ. άρθρο 69. Ν. 3198/1955 άρθρο 6 παρ. 1.
Συμβούλιο της Επικρατείας 1078/2003
Σύνταξη ανικανότητας από το ΝΑΤ λόγω ναυτικού ατυχήματος που επήλθε κατά την εκτέλεση ή εξαφορμής της ναυτικής εργασίας. Ως ναυτικό ατύχημα κατά την εκτέλεση ή εξαφορμής της ναυτικής εργασίας θεωρείται και η νόσος που προκλήθηκε ή αν προϋπήρχε εκδηλώθηκε ή επιδεινώθηκε συνεπεία βιαίου συμβάντος ή λόγω της εκτέλεσης της ναυτικής εργασίας υπό συνθήκες μη κανονικές και εξαιρετικές, οι οποίες υπήρξαν η κύρια αφορμή για την εκδήλωση ή επιδείνωση της νόσου. Τέτοιες συνθήκες υφίστανται και στην περίπτωση κατά την οποία δεν παρασχέθηκε στον ναυτικό που ασθένησε κατά τον πλου, η δυνατότητα πλήρους περίθαλψης, τόσο από την άποψη της έγκαιρης και επακριβούς διάγνωσης της νόσου, όσο και από την άποψη της άμεσης έναρξης της προσήκουσας θεραπευτικής αγωγής, εξακολούθησε δε αυτός να εργάζεται με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας του ή το θάνατο. Αποκλειστική αρμοδιότητα υγειονομικών επιτροπών του Δημοσίου ή του Ι.Κ.Α. να αποφαίνονται περί της ικανότητας για εργασία και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της διαπιστωθείσας ανικανότητας και του ατυχήματος.
Οι γνωματεύσεις, των Υγειον. Επιτροπών δεσμεύουν τα δικαστήρια, εφόσον είναι πλήρως αιτιολογημένες.
Όταν τα Διοικ. Δικαστήρια υποχρεώνουν με προδικαστική απόφαση τις Υγειον. Επιτροπές να αποφανθούν, αυτές όμως παραλείπουν την υποχρέωση αυτή, εμμένοντας στην προηγούμενη ελλιπώς αιτιολογημένη γνωμάτευση, τα Διοικ. Δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να εκφέρουν κρίση επί των ιατρικής φύσεως θεμάτων, χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο.
Δεν υπερέβει την εξουσία του το δικάσαν Διοικ. Εφετείο κρίνοντας ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εκδήλωσης της πάθησης του ασφαλισμένου και των εξαιρετικά δυσμενών συνθηκών εργασίας, δεδομένου ότι η Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή, παρά την προδικαστική απόφαση, δεν έδωσε με την δεύτερη γνωμάτευσή της αιτιολογημένη, απάντηση, αναφορικά με το ερώτημα που της τέθηκε με την απόφαση αυτή, αλλά επέμεινε στην κριθείσα ως αναιτιολόγητη αρχική γνωμάτευσή της.
Σύνταξη ανικανότητας από το ΝΑΤ λόγω ναυτικού ατυχήματος που επήλθε κατά την εκτέλεση ή εξαφορμής της ναυτικής εργασίας. Ως ναυτικό ατύχημα κατά την εκτέλεση ή εξαφορμής της ναυτικής εργασίας θεωρείται και η νόσος που προκλήθηκε ή αν προϋπήρχε εκδηλώθηκε ή επιδεινώθηκε συνεπεία βιαίου συμβάντος ή λόγω της εκτέλεσης της ναυτικής εργασίας υπό συνθήκες μη κανονικές και εξαιρετικές, οι οποίες υπήρξαν η κύρια αφορμή για την εκδήλωση ή επιδείνωση της νόσου. Τέτοιες συνθήκες υφίστανται και στην περίπτωση κατά την οποία δεν παρασχέθηκε στον ναυτικό που ασθένησε κατά τον πλου, η δυνατότητα πλήρους περίθαλψης, τόσο από την άποψη της έγκαιρης και επακριβούς διάγνωσης της νόσου, όσο και από την άποψη της άμεσης έναρξης της προσήκουσας θεραπευτικής αγωγής, εξακολούθησε δε αυτός να εργάζεται με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας του ή το θάνατο. Αποκλειστική αρμοδιότητα υγειονομικών επιτροπών του Δημοσίου ή του Ι.Κ.Α. να αποφαίνονται περί της ικανότητας για εργασία και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της διαπιστωθείσας ανικανότητας και του ατυχήματος.
Οι γνωματεύσεις, των Υγειον. Επιτροπών δεσμεύουν τα δικαστήρια, εφόσον είναι πλήρως αιτιολογημένες.
Όταν τα Διοικ. Δικαστήρια υποχρεώνουν με προδικαστική απόφαση τις Υγειον. Επιτροπές να αποφανθούν, αυτές όμως παραλείπουν την υποχρέωση αυτή, εμμένοντας στην προηγούμενη ελλιπώς αιτιολογημένη γνωμάτευση, τα Διοικ. Δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να εκφέρουν κρίση επί των ιατρικής φύσεως θεμάτων, χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο.
Δεν υπερέβει την εξουσία του το δικάσαν Διοικ. Εφετείο κρίνοντας ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εκδήλωσης της πάθησης του ασφαλισμένου και των εξαιρετικά δυσμενών συνθηκών εργασίας, δεδομένου ότι η Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή, παρά την προδικαστική απόφαση, δεν έδωσε με την δεύτερη γνωμάτευσή της αιτιολογημένη, απάντηση, αναφορικά με το ερώτημα που της τέθηκε με την απόφαση αυτή, αλλά επέμεινε στην κριθείσα ως αναιτιολόγητη αρχική γνωμάτευσή της.
Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Παραγραφή της αξίωσης (νομολογία) Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Παραγραφή της αξίωσης: (...) Κατά το άρθρο 932 εδαφ. 3 ΑΚ σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει στην οικογένεια του θύματος εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Κατά το άρθρο 937 του ίδιου κώδικα η απαίτηση από αδικοπραξία και επομένως και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης η πενταετής παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο ζημιωθείς έλαβε γνώση τόσο της ζημίας, όσο και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Η δε διαδρομή της προθεσμίας αυτής σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 241 ΑΚ αρχίζει την επομένη της ημέρας που έγινε το γεγονός, που αποτελεί την αφετηρία της και λήγει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 ΑΚ, μόλις περάσει ολόκληρη η τελευταία ημέρα και αν είναι κατά νόμον εξαιρετέα, όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία εργάσιμη. Κατά δε το άρθρο 243 ΑΚ προθεσμία που έχει υπολογισθεί σε χρόνια λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου χρόνου. Αντίστοιχη δε ημερομηνία του χρόνου είναι της έναρξης της προθεσμίας και όχι του αφετηρίου γεγονότος (ΟΛ.ΑΠ 23/1971). (απόφαση ΑΠ 166/2012, δημοσίευση: τ.ν.π. Nomos)
Αντισυνταγματική και προσβλητική της προσωπικότητας η διακοπή του ρεύματος από τη ΔΕΗ λόγω μη καταβολής του ειδικού τέλους ακινήτων (νομολογία)
Μον.Πρωτ.Χαλκιδικής 481/2012: (...) Η θεσπιζόμενη, κατά τα ανωτέρω, στην παράγραφο 11 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 δυνατότητα της ΔΕΗ και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος να προβαίνουν σε διακοπή της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος προς τον καταναλωτή αντίκειται στο Σύνταγμα και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη, οι δε ερειδόμενες στην ανωτέρω ρύθμιση διατάξεις του άρθρου 4 της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως είναι ακυρωτέες. Ειδικότερα, με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερο την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική κα» πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» κατοχυρώνεται, ως ατομικό δικαίωμα η οικονομική ελευθερία. Ειδική εκδήλωση του συνταγματικού αυτού δικαιώματος αποτελεί για τους ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, η ελευθερία των συμβάσεων, στη οποία ανήκουν, μεταξύ άλλων, και η σύμφυτη αξίωση της τηρήσεως των συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων. Νομοθετική επέμβαση σε συνεστημένη συμβατική σχέση είναι επιτρεπτή ως εξαιρετικό μέτρο, λαμβανόμενο στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, όταν σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνάπτονται με το αντικείμενο της συμβάσεως, δικαιολογούν την ανατροπή της ομαλής εξελίξεως της συμβάσεως ή την μεταβολή των συμφωνηθέντων από τους αντισυμβαλλομένους (πρβλ. ΣτΕ 1909-10/2001 Ολομ.). Δεν επιτρέπεται, όμως, κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διατάξεως, επέμβαση του νομοθέτη σε όρους συνεστημένης συμβάσεως, όταν η επέμβαση αυτή δεν αποσκοπεί στην άρση επιβλαβών για το δημόσιο συμφέρον συνεπειών της συμβάσεως, αλλά αποβλέπει σε σκοπό ξένο προς το αντικείμενο αυτής. Εν όψει των ανωτέρω, η προβλεπομένη στην παράγραφο 11 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 δυνατότητα διακοπής της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος σε καταναλωτή, ο οποίος δεν καταβάλλει, κατά τον οριζόμενο στο άρθρο αυτό τρόπο, το οφειλόμενο από αυτόν ειδικό τέλος, αν και κατά τα λοιπά προσφέρεται στην καταβολή του αντιτίμου του οικείου λογαριασμού κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, αποτελεί συνταγματικώς ανεπίτρεπτη επέμβαση στην συμβατική σχέση μεταξύ του καταναλωτή και του προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος και προσβολή του δικαιώματος του πρώτου για ελεύθερη απόλαυση των απορρεόντων από την σχετική σύμβαση προμηθείας δικαιωμάτων του. Πράγματι εκ του ότι, θεμιτώς, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα ανωτέρω, ανάγεται σε νόμιμο τίτλο βεβαιώσεως για το Δημόσιο η εγγραφή του καταναλωτή στις μηχανογραφικές καταστάσεις των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας και προβλέπεται η είσπραξη του ειδικού τέλους ενιαίως με την εξόφληση του οικείου λογαριασμού καταναλώσεως, ουδόλως παρέπεται ότι, είναι δυνατόν να επακολουθεί, ως συνέπεια της μη καταβολής του τέλους και μάλιστα με τη μορφή κυρώσεως, η διακοπή της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος στο συνεπή απέναντι στον αντισυμβαλλόμενα του προμηθευτή καταναλωτή, διότι με τον τρόπο αυτό υπάρχει επέμβαση στην μεταξύ αυτών συμβατική σχέση. Τούτο δε, διότι η επιδίωξη διασφάλισης της καταβολής νομίμως προβλεπόμενης φορολογικής επιβάρυνσης συνιστά σκοπό θεμιτό μεν καθεαυτό, όμως, άσχετο με το αντικείμενο της σύμβασης παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Εξ άλλου, με την κύρωση της διακοπής από τον Διαχειριστή του Δικτύου της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος σε φορολογούμενο για τον λόγο ότι, δεν είναι συνεπής με φορολογικές υποχρεώσεις άσχετες προς τις απορρέουσες από την σύμβαση προμηθείας ηλεκτρικού ρεύματος υποχρεώσεις του, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, διότι πρόκειται περί μέτρου, το οποίο άγει σε αναίρεση της καθολικότητας της παροχής των υπηρεσιών κοινωφελούς δικτύου εξυπηρετήσεως για λόγο, ο οποίος δεν είναι συναφής με την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας (ΣτΕ 1972/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ) (δημοσίευση: τ.ν.π. Nomos)
Μον.Πρωτ.Χαλκιδικής 481/2012: (...) Η θεσπιζόμενη, κατά τα ανωτέρω, στην παράγραφο 11 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 δυνατότητα της ΔΕΗ και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος να προβαίνουν σε διακοπή της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος προς τον καταναλωτή αντίκειται στο Σύνταγμα και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη, οι δε ερειδόμενες στην ανωτέρω ρύθμιση διατάξεις του άρθρου 4 της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως είναι ακυρωτέες. Ειδικότερα, με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερο την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική κα» πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» κατοχυρώνεται, ως ατομικό δικαίωμα η οικονομική ελευθερία. Ειδική εκδήλωση του συνταγματικού αυτού δικαιώματος αποτελεί για τους ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, η ελευθερία των συμβάσεων, στη οποία ανήκουν, μεταξύ άλλων, και η σύμφυτη αξίωση της τηρήσεως των συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων. Νομοθετική επέμβαση σε συνεστημένη συμβατική σχέση είναι επιτρεπτή ως εξαιρετικό μέτρο, λαμβανόμενο στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, όταν σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνάπτονται με το αντικείμενο της συμβάσεως, δικαιολογούν την ανατροπή της ομαλής εξελίξεως της συμβάσεως ή την μεταβολή των συμφωνηθέντων από τους αντισυμβαλλομένους (πρβλ. ΣτΕ 1909-10/2001 Ολομ.). Δεν επιτρέπεται, όμως, κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διατάξεως, επέμβαση του νομοθέτη σε όρους συνεστημένης συμβάσεως, όταν η επέμβαση αυτή δεν αποσκοπεί στην άρση επιβλαβών για το δημόσιο συμφέρον συνεπειών της συμβάσεως, αλλά αποβλέπει σε σκοπό ξένο προς το αντικείμενο αυτής. Εν όψει των ανωτέρω, η προβλεπομένη στην παράγραφο 11 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 δυνατότητα διακοπής της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος σε καταναλωτή, ο οποίος δεν καταβάλλει, κατά τον οριζόμενο στο άρθρο αυτό τρόπο, το οφειλόμενο από αυτόν ειδικό τέλος, αν και κατά τα λοιπά προσφέρεται στην καταβολή του αντιτίμου του οικείου λογαριασμού κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, αποτελεί συνταγματικώς ανεπίτρεπτη επέμβαση στην συμβατική σχέση μεταξύ του καταναλωτή και του προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος και προσβολή του δικαιώματος του πρώτου για ελεύθερη απόλαυση των απορρεόντων από την σχετική σύμβαση προμηθείας δικαιωμάτων του. Πράγματι εκ του ότι, θεμιτώς, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα ανωτέρω, ανάγεται σε νόμιμο τίτλο βεβαιώσεως για το Δημόσιο η εγγραφή του καταναλωτή στις μηχανογραφικές καταστάσεις των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας και προβλέπεται η είσπραξη του ειδικού τέλους ενιαίως με την εξόφληση του οικείου λογαριασμού καταναλώσεως, ουδόλως παρέπεται ότι, είναι δυνατόν να επακολουθεί, ως συνέπεια της μη καταβολής του τέλους και μάλιστα με τη μορφή κυρώσεως, η διακοπή της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος στο συνεπή απέναντι στον αντισυμβαλλόμενα του προμηθευτή καταναλωτή, διότι με τον τρόπο αυτό υπάρχει επέμβαση στην μεταξύ αυτών συμβατική σχέση. Τούτο δε, διότι η επιδίωξη διασφάλισης της καταβολής νομίμως προβλεπόμενης φορολογικής επιβάρυνσης συνιστά σκοπό θεμιτό μεν καθεαυτό, όμως, άσχετο με το αντικείμενο της σύμβασης παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Εξ άλλου, με την κύρωση της διακοπής από τον Διαχειριστή του Δικτύου της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος σε φορολογούμενο για τον λόγο ότι, δεν είναι συνεπής με φορολογικές υποχρεώσεις άσχετες προς τις απορρέουσες από την σύμβαση προμηθείας ηλεκτρικού ρεύματος υποχρεώσεις του, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, διότι πρόκειται περί μέτρου, το οποίο άγει σε αναίρεση της καθολικότητας της παροχής των υπηρεσιών κοινωφελούς δικτύου εξυπηρετήσεως για λόγο, ο οποίος δεν είναι συναφής με την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας (ΣτΕ 1972/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ) (δημοσίευση: τ.ν.π. Nomos)
Απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών που υποχρεώνει τον ΟΑΕΕ να θεωρεί τα βιβλιάρια των ασφαλισμένων παρά τις οφειλές τους
ΤρΔιοικΠρ.Πατρών αρ. 66/2014- Υποχρέωση της Πολιτείας για προστασία της υγείας. Δεκτό το αίτημα των περισσότερων από τους αιτούντες για θεώρηση των βιβλιαρίων υγείας τους από τον ΟΑΕΕ. Η μη θεώρηση των βιβλιαρίων υγείας των αιτούντων ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών τους συνιστά επαχθέστατο μέτρο εις βάρος τους και καθιστά αυτούς σε δυσμενέστατη θέση έναντι του Οργανισμού, καθόσον αυτοί μεν στερούνται παντελώς ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, ενώ ο Οργανισμός συνεχίζει να χρεώνει τις αναλογούσες σε καθέναν των αιτούντων εισφορές και δικαιούται να προβεί στην ικανοποίηση των απαιτήσεών του οποτεδήποτε με τη λήψη εις βάρος τους αναγκαστικών μέτρων είσπραξης. Απόρριψη αιτημάτων για κατάταξη καθενός των αιτούντων στη μικρότερη δυνατή κλίμακα εισφορών, για αποχή του οργανισμού από κάθε λήψη αναγκαστικών μέτρων εις βάρος των αιτούντων με σκοπό την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους και για λήψη ασφαλιστικής ενημερότητας από τους αιτούντες.
«1.Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχ. το με αριθμ.776968 σειράς Α αποδεικτικό καταβολής του), οι αιτούντες επιδιώκουν, καθ' ερμηνεία του δικογράφου, ως μέτρο προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, μετά την άσκηση σχετικής προσφυγής τους (με αριθμό πράξης κατάθεσης 280/24.12.2013) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά του ν.π.δ.δ με την επωνυμία «Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών» (Ο.Α.Ε.Ε.), να υποχρεωθούν τα αρμόδια όργανα του καθού α) να προβούν στη θεώρηση των βιβλιαρίων υγειονομικής και ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως αυτών με την ιδιότητα των ασφαλισμένων στο εν λόγω Οργανισμό, β) να παύσουν πλέον να υπαγάγουν τους αιτούντες στις ανώτερες κλίμακες ασφαλιστικών εισφορών του εν λόγω ταμείου, γ) να σταματήσουν τη λήψη αναγκαστικών μέτρων εναντίον των αιτούντων λόγω οφειλών τους απέναντι στον καθού Οργανισμό και δ) να χορηγούν ασφαλιστική ενημερότητα στους αιτούντες - ασφαλισμένους του καθού η αίτηση Ασφαλιστικού Οργανισμού, καθόσον σε περίπτωση συνέχισης της άρνησης του καθού Οργανισμού να προβεί στις ως άνω ενέργειες επίκειται άμεσος κίνδυνος της υγείας των αιτούντων καθώς και της οικονομικής θέσης αυτών.
2. Επειδή, στο Σύνταγμα ορίζεται ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» (άρθρο 2 παρ. 1) και «Καθένας έχει δικαίωμα ναοναπτύσσεί ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» (άρθρο 5 παρ. 1). Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος έχει κατοχυρωθεί το δικαίωμα των πολιτών στην προστασία της υγείας, ήδη δε μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος (Ψήφισμα της 6ης Απριλίου της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων) προστέθηκε παράγραφος 5 στο ανωτέρω άρθρο 5 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας ...». Εξ άλλου, στα άρθρα 21 παρ.3 και 22 παρ.5 του Συντάγματος ορίζεται αντιστοίχως ότι «Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών ...» και «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις του Συντάγματος συνάγεται ότι το Κράτος και οι οργανισμοί κοινωνικών ασφαλίσεων υποχρεούνται να παρέχουν στα ασφαλιζόμενα πρόσωπα υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου (πρβλ. ΣτΕ 400/1986 Ολομ.), οι οποίες πρέπει να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διαγνώσεως και θεραπείας των σχετικών παθήσεων, τις χειρουργικές επεμβάσεις, εφόσον απαιτούνται, ως και γενικώς τις ανάγκες νοσηλείας των εν λόγω προσώπων. Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, υπό τον όρο ότι εισφορές για το μήνα αυτό, διαφορετικά η πρώτη του επόμενου της εγγραφής μήνα. Σε περίπτωση επανεγγραφιής στα Μητρώα του ΟΑΕΕ ή επαναφοράς στον κλάδο η ασφαλιστική ικανότητα για παροχές αποκτάται μετά παρέλευση δύο (2) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της περί επανεγγραφής αιτήσεως, επί δε επανεγγραφομένου με δέκα (10) έτη ασφάλισης η παραπάνω ασφαλιστική ικανότητα αποκτάται άνευ προθεσμίας με την προϋπόθεση ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο επανεγγραφόμενος έχει καταβάλει στον ΟΑΕΕ τις πάσης φύσεως απαιτητές υποχρεώσεις του της τελευταίας εν ασφαλίσει τριετίας. 2. Η ασφαλιστική ικανότητα και η απόκτηση δικαιώματος στις παροχές ασθενείας αποδεικνύεται με το βιβλιάριο ασθενείας που εκδίδεται με αίτηση του ασφαλισμένου. 3 Το βιβλιάριο ασθενείας ισχύει μέχρι το τέλος του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο εκδίδεται. Ανανεώνεται τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο κάθε έτους για το επόμενο ημερολογιακό έτος με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. 4.Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος διακόψει την άσκηση του επαγγέλματος του δικαιούται παροχές του Κλάδου Υγείας για ένα (1) έτος από τη διακοπή της ασφάλισης, υπό την προϋπόθεση εξόφλησης όλων των οφειλομένων εισφορών........». Επιπλέον στο άρθρο 7 του ίδιου Κανονισμού με τίτλο «ιατρική περίθαλψη» προβλέπεται ότι:<<1. Η ιατρική περίθαλψη συνίσταται στην παροχή, των κατάλληλων ιατρικών φροντίδων για την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία των νόσων, από γιατρούς ειδικοτήτων όπως αυτές αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και τη διενέργεια των απαραιτήτωνπαρακλινικών εξετάσεων και ειδικών θεραπειών. 2....» στο άρθρο 12 με τίτλο <<Φαρμακευτική περίθαλψη» ότι:«1. Ο ΟΑΕΕ παρέχει στους ασφαλισμένους του τα ενδεδειγμένα για την αποκατάσταση της υγείας τους ή προς ανακούφιση από τη νοσηρή κατάσταση τους φάρμακα και τις αναγκαίες για τη διάγνωση των νόσων ουσίες. 2....» και στο άρθρο 13 με τίτλο «νοσοκομειακή περίθαλψη» ότι:« 1. Η παρεχόμενη νοσοκομειακή περίθαλψη περιλαμβάνει τη νοσηλεία του πάσχοντα σε κρατικά νοσοκομεία και θεραπευτήρια καθώς και σε ιδιωτικά θεραπευτήρια με τα οποία ο ΟΑΕΕ συμβάλλεται. 2. Στη νοσοκομειακή περίθαλψη περιλαμβάνονται εκτός από την ενδιαίτηση του ασθενούς και οι αναγκαίες ιατρικές φροντίδες, εξετάσεις, φάρμακα κλπ που χορηγούνται σε αυτόν κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του χωρίς καμία συμμετοχή του στις σχετικές δαπάνες. 3...... οι περιορισμοί αυτοί δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος, στην προστασία της υγείας.
3. Επειδή, στο άρθρο 9 του Καταστατικού Ασφάλισης του Ο.Α.Ε.Ε (Π.Δ 258/2005) ορίζεται ότι: «Η ασφαλιστική σχέση του ασφαλισμένου με τον Οργανισμό αρχίζει: Από την ημερομηνία έναρξης άσκησης του επαγγέλματος στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., εκτός των ιδιοκτητών, χρηστών και εκμεταλλευτών Δ.Χ. αυτ/των, που αρχίζει από την ημερομηνία που απέκτησαν την ιδιότητα αυτή και των ιδιοκτητών από κληρονομικό δικαίωμα, των οποίων αρχίζει μετά παρέλευση 9 μηνών από την ημερομηνία θανάτου>> και στο άρθρο 10 του ίδιου ως άνω Καταστατικού ορίζεται ότι: <<Η ασφαλιστική σχέση διαρκεί για όλο το διάστημα κατά το οποίο ο ασφαλισμένος διατηρεί τις προϋποθέσεις ασφάλισης του στον Οργανισμό και καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές. Ο ασφαλισμένος υποχρεούται να αναγγέλλει στον Ο.Α.Ε.Ε. κάθε μεταβολή της προσωπικής, οικογενειακής ή επαγγελματικής του κατάστασης που επηρεάζει την ασφάλιση, διαφορετικά ο Οργανισμός δεν ευθύνεται για την απώλεια δικαιωμάτων ή τη δημιουργία υποχρεώσεων του ασφαλισμένου. Η καταβολή των εισφορών εκ μέρους του ασφαλισμένου δεν δημιουργεί κανένα δικαίωμα απέναντι στον Οργανισμό, εφόσον ελλείπουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ασφάλισης, πλην της επιστροφής ατόκως του ποσού κλάδου σύνταξης που κατεβλήθη για τον αντίστοιχο χρόνο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος.». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ.3 του Κανονισμού Ασφάλισης Κλάδου Υγείας του Ο.Α.Ε.Ε (Υ.Α 35/1385/1999 ΦΕΚ Β' 1814) προβλέπεται ότι: «Οι εισφορές του κλάδου υγείας συνεισπράττονται με τις εισφορές του κλάδου σύνταξης και εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις περί του τρόπου εισπράξεως, των προθεσμιών καταβολής και κυρώσεων στις περιπτώσεις καθυστέρησης των εισφορών που ισχύουν για τις εισφορές του κλάδου σύνταξης» στο άρθρο 6 ότι «1. Η ασφαλιστική ικανότητα για παροχή περίθαλψης, και χορήγηση βιβλιαρίου ασθενείας αποκτάται μετά παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από της εγγραφής του ασφαλισμένου στα Μητρώα του ΟΑΕΕ και εφόσον έχουν καταβληθεί προς τον ΟΑΕΕ οι απαιτούμενες ασφαλιστικές εισφορές πάσης φύσεως (εγγραφής, σύνταξης, υγείας) της τελευταίας τριετίας πριν από την υποβολή αίτησης για χορήγηση του βιβλιαρίου ασθενείας.
4. Επειδή, στο άρθρο 210 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 ΦΕΚ Α 97), όπως οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 27 του ν. 3659/2008, (ΦΕΚ Α 77), ορίζεται ότι: «1. Αν ασκηθεί προσφυγή ή αγωγή, εκείνος που την άσκησε μπορεί, με αίτηση του, να ζητήσει από το δικαστήριο τη λήψη μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης. Το δικαστήριο, αν γίνει δεκτή εν όλω ή εν μέρει η αίτηση, μπορεί να διατάξει προς τούτο κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο. 2. Αρμόδιο για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης είναι το τριμελές ή το μονομελές δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή ή αγωγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας η αίτηση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο, υποχρεωτικά μαζί με την κύρια υπόθεση, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 126Α. 3. Λόγο προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης μπορεί να θεμελιώσει το κατεπείγον της συγκεκριμένης ρύθμισης, καθώς και ο κίνδυνος να καταστεί, με την πάροδο του χρόνου, αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής η ρύθμιση της κατάστασης, ακόμη και αν εκδοθεί ευνοϊκή οριστική απόφαση για την αντίστοιχη προσφυγή ή αγωγή. 4. Η αίτηση για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης μπορεί να απορριφθεί: α) αν, κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή της αίτησης θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος, β) αν η αντίστοιχη προσφυγή ή αγωγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη.»
4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου οι αιτούντες, πλην του τέταρτου …, εβδομηκοστού πέμπτου … και ογδοηκοστής τέταρτης …, κατά τη σειρά αναγραφής τους στο κρινόμενο δικόγραφο, οι οποίοι διέκοψαν την ασφάλιση τους στον καθού Οργανισμό την 1.11.2013, 1.12.2012 και 1.9.2012 αντίστοιχα, είναι ασφαλισμένοι στον καθού η αίτηση Οργανισμό με διαφορετικές ημερομηνίες έναρξης ασφάλισης έκαστος και παραμένουν ασφαλισμένοι μέχρι και την ημερομηνία αποστολής των εν λόγω στοιχείων από τον Οργανισμό στο παρόν Δικαστήριο (11.3.2014), είναι δε ληξιπρόθεσμοι ως προς την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών τους έναντι του Οργανισμού. Εκ του λόγου τούτου ο καθού η αίτηση Οργανισμός αρνείται να θεωρήσει τα ασφαλιστικά βιβλιάρια των αιτούντων - ασφαλισμένων του καθώς επίσης και να χορηγήσει σε αυτούς ασφαλιστική ενημερότητα. Κατόπιν των ανωτέρω, οι αιτούντες άσκησαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την με αριθμό πράξεως καταθέσεως 1073/23.12.2013 προσφυγή τους κατά του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε) ισχυριζόμενοι ότι λόγω της οικονομικής κρίσεως που είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των εισοδημάτων τους, αδυνατούν να καταβάλουν, ήδη από το έτος 2008, τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές τους με αποτέλεσμα να στερούνται οι ίδιοι και οι οικογένειες τους ιατροφαρμακευτικής και υγειονομικής περίθαλψης, παρόλο που ο Οργανισμός εξακολουθεί να χρεώνει σε καθέναν εξ' αυτών τις αντίστοιχες εισφορές. Εξάλλου, κατά τους ίδιους ισχυρισμούς, αδυνατούν να καταβάλουν τις εισφορές που αναλογούν στην κλίμακα την οποία εντάσσονται, καθόσον το ύψος αυτών είναι δυσανάλογο των εισοδημάτων τους, λόγω δε των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους δεν δύνανται να λάβουν ασφαλιστική ενημερότητα ενώ επίκειται και κίνδυνος λήψεως εις βάρος τους αναγκαστικών μέτρων είσπραξης. Με την κρινόμενη αίτηση, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η συνεχιζόμενη άρνηση τουκαθού Οργανισμού να θεωρήσει τα βιβλιάρια υγειονομικής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης λόγω των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, παρά το γεγονός ότι συνεχίζει να χρεώνει τις αναλογούσες σε καθέναν εξ' αυτών εισφορές, θέτει σε άμεσο κίνδυνο την υγεία τη δική τους και των οικογενειών τους, ενώ η συνέχιση της υπαγωγής τους σε ανώτερες κλίμακες ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και η μη. χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας σε συνδυασμό με το γεγονός ότι επίκειται άμεσος κίνδυνος αναγκαστικής είσπραξης των οφειλών τους εκ μέρους του καθού, επιφέρει ανεπανόρθωτη οικονομική και ηθική βλάβη των συμφερόντων τους. Εκ του λόγου τούτου ζητούν να υποχρεωθεί ο καθού Οργανισμός: α) να προβεί στη θεώρηση των βιβλιαρίων υγείας τους, β) στην κατάταξη ενός εκάστου εξ αυτών στη μικρότερη δυνατή κλίμακα εισφορών και δη στην 001, γ) να απέχει από κάθε πράξη λήψεως εις βάρος τους αναγκαστικών μέτρων με σκοπό την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους και δ) να τους χορηγηθεί το δικαίωμα λήψης ασφαλιστικής ενημερότητας.
5. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) ο εβδομηκοστός πέμπτος των αιτούντων … και η ογδόηκοστή τέταρτη εξ' αυτών …, κατά τη σειρά αναγραφής τους στο κρινόμενο δικόγραφο, διέκοψαν την ασφαλιστική σχέση τους με το Οργανισμό πλέον τους έτους και επομένως δεν δικαιούνται ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από τον καθού η αίτηση Οργανισμό, β) ο τέταρτος των αιτούντων, …, κατά τη σειρά αναγραφής του στο κρινόμενο δικόγραφο, ναι μεν διέκοψε την ασφαλιστική σχέση του με τον Οργανισμό την 1.11.2013, πλην δικαιούται ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης για ένα έτος από την ημερομηνία διακοπής υπό την προϋπόθεση εξόφλησης όλων των οφειλομένων εισφορών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Ασφάλισης του Κλάδου Υγείας του Οργανισμού, γ) η μη θεώρηση των βιβλιάριων υγείας των αιτούντων λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, συνιστά επαχθέστατο μέτρο εις βάρος των ασφαλισμένων και καθιστά αυτούς σε δυσμενέστατη θέση έναντι του Οργανισμού, καθόσον αυτοί μεν, στερούνται παντελώς ιατροφαρμακευτικής - νοσοκομειακής περίθαλψης με αποτέλεσμα σε περίπτωση επελθόντος κινδύνου της κατάστασης της υγείας τους να στερούνται του δικαιώματος προστασίας και αποκατάστασης αυτής, αγαθό του οποίου η υποχρέωση προστασίας αποτελεί πρωταρχική Συντάγματος, ο Οργανισμός δε, δικαιούται να προβεί στην ικανοποίηση των απαιτήσεων του οποτεδήποτε με τη λήψη εις βάρος τους αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, κρίνει ότι εν προκειμένω συντρέχει λόγος κατεπείγοντος της αιτούμενης ρύθμισης με την έννοια ότι ανακύπτει κίνδυνος να καταστεί με την πάροδο του χρόνου αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής η ρύθμιση της κατάστασης ακόμη, η επανόρθωση της οποίας θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής ακόμα και εάν εκδοθεί ευνοϊκή απόφαση επί της εκκρεμούσας προσφυγής. Περαιτέρω, ως προς τα λοιπά αιτήματα το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) ουδέν στοιχείο προσκομίζεται εκ του οποίου να προκύπτει η άμεση ανάγκη λήψης ασφαλιστικής ενημερότητας εκ μέρους των αιτούντων, β) η λήψη αναγκαστικών μέτρων εις βάρος των αιτούντων αποτελεί γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο και γ) ουδέν στοιχείο προσκομίζεται εκ του οποίου να προκύπτει η κλίμακα εισφορών εκάστου των αιτούντων ώστε να δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει το σχετικό αίτημα περί κατάταξης αυτών σε χαμηλότερη κλίμακα εισφορών από αυτήν που ήδη υπάγονται, κρίνει ότι κατά το μέρος αυτό η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
6.Επειδή, κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί ο καθού η αίτηση Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε), να θεωρήσει τα βιβλιάρια ασθενείας των αιτούντων, πλην του εβδομηκοστού πέμπτου των αιτούντων … και της ογδοηκοστής τέταρτης των αιτούντων, …, κατά τη σειρά αναγραφής τους στο κρινόμενο δικόγραφο, για το τρέχον ημερολογιακό έτος, ενώ κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτη. Περαιτέρω, πρέπει να επιστραφεί στους αιτούντες μέρος του κατατεθέντος παραβόλου ύψους πενήντα (50) ευρώ (άρθρο 277 παρ.9 του Κ.Δ.Δ) και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ).
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Υποχρεώνει τον καθού η αίτηση Οργανισμό Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε), να θεωρήσει τα βιβλιάρια ασθενείας των αιτούντων, πλην του εβδομηκοστού πέμπτου των αιτούντων … και της ογδοηκοστής τέταρτης των αιτούντων, …, κατά τη σειρά αναγραφής τους στο κρινόμενο δικόγραφο, για το τρέχον ημερολογιακό έτος». (dsa.gr)
ΤρΔιοικΠρ.Πατρών αρ. 66/2014- Υποχρέωση της Πολιτείας για προστασία της υγείας. Δεκτό το αίτημα των περισσότερων από τους αιτούντες για θεώρηση των βιβλιαρίων υγείας τους από τον ΟΑΕΕ. Η μη θεώρηση των βιβλιαρίων υγείας των αιτούντων ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών τους συνιστά επαχθέστατο μέτρο εις βάρος τους και καθιστά αυτούς σε δυσμενέστατη θέση έναντι του Οργανισμού, καθόσον αυτοί μεν στερούνται παντελώς ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, ενώ ο Οργανισμός συνεχίζει να χρεώνει τις αναλογούσες σε καθέναν των αιτούντων εισφορές και δικαιούται να προβεί στην ικανοποίηση των απαιτήσεών του οποτεδήποτε με τη λήψη εις βάρος τους αναγκαστικών μέτρων είσπραξης. Απόρριψη αιτημάτων για κατάταξη καθενός των αιτούντων στη μικρότερη δυνατή κλίμακα εισφορών, για αποχή του οργανισμού από κάθε λήψη αναγκαστικών μέτρων εις βάρος των αιτούντων με σκοπό την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους και για λήψη ασφαλιστικής ενημερότητας από τους αιτούντες.
«1.Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχ. το με αριθμ.776968 σειράς Α αποδεικτικό καταβολής του), οι αιτούντες επιδιώκουν, καθ' ερμηνεία του δικογράφου, ως μέτρο προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, μετά την άσκηση σχετικής προσφυγής τους (με αριθμό πράξης κατάθεσης 280/24.12.2013) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά του ν.π.δ.δ με την επωνυμία «Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών» (Ο.Α.Ε.Ε.), να υποχρεωθούν τα αρμόδια όργανα του καθού α) να προβούν στη θεώρηση των βιβλιαρίων υγειονομικής και ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως αυτών με την ιδιότητα των ασφαλισμένων στο εν λόγω Οργανισμό, β) να παύσουν πλέον να υπαγάγουν τους αιτούντες στις ανώτερες κλίμακες ασφαλιστικών εισφορών του εν λόγω ταμείου, γ) να σταματήσουν τη λήψη αναγκαστικών μέτρων εναντίον των αιτούντων λόγω οφειλών τους απέναντι στον καθού Οργανισμό και δ) να χορηγούν ασφαλιστική ενημερότητα στους αιτούντες - ασφαλισμένους του καθού η αίτηση Ασφαλιστικού Οργανισμού, καθόσον σε περίπτωση συνέχισης της άρνησης του καθού Οργανισμού να προβεί στις ως άνω ενέργειες επίκειται άμεσος κίνδυνος της υγείας των αιτούντων καθώς και της οικονομικής θέσης αυτών.
2. Επειδή, στο Σύνταγμα ορίζεται ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» (άρθρο 2 παρ. 1) και «Καθένας έχει δικαίωμα ναοναπτύσσεί ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» (άρθρο 5 παρ. 1). Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος έχει κατοχυρωθεί το δικαίωμα των πολιτών στην προστασία της υγείας, ήδη δε μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος (Ψήφισμα της 6ης Απριλίου της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων) προστέθηκε παράγραφος 5 στο ανωτέρω άρθρο 5 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας ...». Εξ άλλου, στα άρθρα 21 παρ.3 και 22 παρ.5 του Συντάγματος ορίζεται αντιστοίχως ότι «Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών ...» και «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις του Συντάγματος συνάγεται ότι το Κράτος και οι οργανισμοί κοινωνικών ασφαλίσεων υποχρεούνται να παρέχουν στα ασφαλιζόμενα πρόσωπα υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου (πρβλ. ΣτΕ 400/1986 Ολομ.), οι οποίες πρέπει να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διαγνώσεως και θεραπείας των σχετικών παθήσεων, τις χειρουργικές επεμβάσεις, εφόσον απαιτούνται, ως και γενικώς τις ανάγκες νοσηλείας των εν λόγω προσώπων. Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, υπό τον όρο ότι εισφορές για το μήνα αυτό, διαφορετικά η πρώτη του επόμενου της εγγραφής μήνα. Σε περίπτωση επανεγγραφιής στα Μητρώα του ΟΑΕΕ ή επαναφοράς στον κλάδο η ασφαλιστική ικανότητα για παροχές αποκτάται μετά παρέλευση δύο (2) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της περί επανεγγραφής αιτήσεως, επί δε επανεγγραφομένου με δέκα (10) έτη ασφάλισης η παραπάνω ασφαλιστική ικανότητα αποκτάται άνευ προθεσμίας με την προϋπόθεση ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο επανεγγραφόμενος έχει καταβάλει στον ΟΑΕΕ τις πάσης φύσεως απαιτητές υποχρεώσεις του της τελευταίας εν ασφαλίσει τριετίας. 2. Η ασφαλιστική ικανότητα και η απόκτηση δικαιώματος στις παροχές ασθενείας αποδεικνύεται με το βιβλιάριο ασθενείας που εκδίδεται με αίτηση του ασφαλισμένου. 3 Το βιβλιάριο ασθενείας ισχύει μέχρι το τέλος του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο εκδίδεται. Ανανεώνεται τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο κάθε έτους για το επόμενο ημερολογιακό έτος με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. 4.Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος διακόψει την άσκηση του επαγγέλματος του δικαιούται παροχές του Κλάδου Υγείας για ένα (1) έτος από τη διακοπή της ασφάλισης, υπό την προϋπόθεση εξόφλησης όλων των οφειλομένων εισφορών........». Επιπλέον στο άρθρο 7 του ίδιου Κανονισμού με τίτλο «ιατρική περίθαλψη» προβλέπεται ότι:<<1. Η ιατρική περίθαλψη συνίσταται στην παροχή, των κατάλληλων ιατρικών φροντίδων για την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία των νόσων, από γιατρούς ειδικοτήτων όπως αυτές αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και τη διενέργεια των απαραιτήτωνπαρακλινικών εξετάσεων και ειδικών θεραπειών. 2....» στο άρθρο 12 με τίτλο <<Φαρμακευτική περίθαλψη» ότι:«1. Ο ΟΑΕΕ παρέχει στους ασφαλισμένους του τα ενδεδειγμένα για την αποκατάσταση της υγείας τους ή προς ανακούφιση από τη νοσηρή κατάσταση τους φάρμακα και τις αναγκαίες για τη διάγνωση των νόσων ουσίες. 2....» και στο άρθρο 13 με τίτλο «νοσοκομειακή περίθαλψη» ότι:« 1. Η παρεχόμενη νοσοκομειακή περίθαλψη περιλαμβάνει τη νοσηλεία του πάσχοντα σε κρατικά νοσοκομεία και θεραπευτήρια καθώς και σε ιδιωτικά θεραπευτήρια με τα οποία ο ΟΑΕΕ συμβάλλεται. 2. Στη νοσοκομειακή περίθαλψη περιλαμβάνονται εκτός από την ενδιαίτηση του ασθενούς και οι αναγκαίες ιατρικές φροντίδες, εξετάσεις, φάρμακα κλπ που χορηγούνται σε αυτόν κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του χωρίς καμία συμμετοχή του στις σχετικές δαπάνες. 3...... οι περιορισμοί αυτοί δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος, στην προστασία της υγείας.
3. Επειδή, στο άρθρο 9 του Καταστατικού Ασφάλισης του Ο.Α.Ε.Ε (Π.Δ 258/2005) ορίζεται ότι: «Η ασφαλιστική σχέση του ασφαλισμένου με τον Οργανισμό αρχίζει: Από την ημερομηνία έναρξης άσκησης του επαγγέλματος στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., εκτός των ιδιοκτητών, χρηστών και εκμεταλλευτών Δ.Χ. αυτ/των, που αρχίζει από την ημερομηνία που απέκτησαν την ιδιότητα αυτή και των ιδιοκτητών από κληρονομικό δικαίωμα, των οποίων αρχίζει μετά παρέλευση 9 μηνών από την ημερομηνία θανάτου>> και στο άρθρο 10 του ίδιου ως άνω Καταστατικού ορίζεται ότι: <<Η ασφαλιστική σχέση διαρκεί για όλο το διάστημα κατά το οποίο ο ασφαλισμένος διατηρεί τις προϋποθέσεις ασφάλισης του στον Οργανισμό και καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές. Ο ασφαλισμένος υποχρεούται να αναγγέλλει στον Ο.Α.Ε.Ε. κάθε μεταβολή της προσωπικής, οικογενειακής ή επαγγελματικής του κατάστασης που επηρεάζει την ασφάλιση, διαφορετικά ο Οργανισμός δεν ευθύνεται για την απώλεια δικαιωμάτων ή τη δημιουργία υποχρεώσεων του ασφαλισμένου. Η καταβολή των εισφορών εκ μέρους του ασφαλισμένου δεν δημιουργεί κανένα δικαίωμα απέναντι στον Οργανισμό, εφόσον ελλείπουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ασφάλισης, πλην της επιστροφής ατόκως του ποσού κλάδου σύνταξης που κατεβλήθη για τον αντίστοιχο χρόνο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος.». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ.3 του Κανονισμού Ασφάλισης Κλάδου Υγείας του Ο.Α.Ε.Ε (Υ.Α 35/1385/1999 ΦΕΚ Β' 1814) προβλέπεται ότι: «Οι εισφορές του κλάδου υγείας συνεισπράττονται με τις εισφορές του κλάδου σύνταξης και εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις περί του τρόπου εισπράξεως, των προθεσμιών καταβολής και κυρώσεων στις περιπτώσεις καθυστέρησης των εισφορών που ισχύουν για τις εισφορές του κλάδου σύνταξης» στο άρθρο 6 ότι «1. Η ασφαλιστική ικανότητα για παροχή περίθαλψης, και χορήγηση βιβλιαρίου ασθενείας αποκτάται μετά παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από της εγγραφής του ασφαλισμένου στα Μητρώα του ΟΑΕΕ και εφόσον έχουν καταβληθεί προς τον ΟΑΕΕ οι απαιτούμενες ασφαλιστικές εισφορές πάσης φύσεως (εγγραφής, σύνταξης, υγείας) της τελευταίας τριετίας πριν από την υποβολή αίτησης για χορήγηση του βιβλιαρίου ασθενείας.
4. Επειδή, στο άρθρο 210 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 ΦΕΚ Α 97), όπως οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 27 του ν. 3659/2008, (ΦΕΚ Α 77), ορίζεται ότι: «1. Αν ασκηθεί προσφυγή ή αγωγή, εκείνος που την άσκησε μπορεί, με αίτηση του, να ζητήσει από το δικαστήριο τη λήψη μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης. Το δικαστήριο, αν γίνει δεκτή εν όλω ή εν μέρει η αίτηση, μπορεί να διατάξει προς τούτο κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο. 2. Αρμόδιο για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης είναι το τριμελές ή το μονομελές δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή ή αγωγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας η αίτηση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο, υποχρεωτικά μαζί με την κύρια υπόθεση, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 126Α. 3. Λόγο προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης μπορεί να θεμελιώσει το κατεπείγον της συγκεκριμένης ρύθμισης, καθώς και ο κίνδυνος να καταστεί, με την πάροδο του χρόνου, αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής η ρύθμιση της κατάστασης, ακόμη και αν εκδοθεί ευνοϊκή οριστική απόφαση για την αντίστοιχη προσφυγή ή αγωγή. 4. Η αίτηση για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης μπορεί να απορριφθεί: α) αν, κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή της αίτησης θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος, β) αν η αντίστοιχη προσφυγή ή αγωγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη.»
4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου οι αιτούντες, πλην του τέταρτου …, εβδομηκοστού πέμπτου … και ογδοηκοστής τέταρτης …, κατά τη σειρά αναγραφής τους στο κρινόμενο δικόγραφο, οι οποίοι διέκοψαν την ασφάλιση τους στον καθού Οργανισμό την 1.11.2013, 1.12.2012 και 1.9.2012 αντίστοιχα, είναι ασφαλισμένοι στον καθού η αίτηση Οργανισμό με διαφορετικές ημερομηνίες έναρξης ασφάλισης έκαστος και παραμένουν ασφαλισμένοι μέχρι και την ημερομηνία αποστολής των εν λόγω στοιχείων από τον Οργανισμό στο παρόν Δικαστήριο (11.3.2014), είναι δε ληξιπρόθεσμοι ως προς την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών τους έναντι του Οργανισμού. Εκ του λόγου τούτου ο καθού η αίτηση Οργανισμός αρνείται να θεωρήσει τα ασφαλιστικά βιβλιάρια των αιτούντων - ασφαλισμένων του καθώς επίσης και να χορηγήσει σε αυτούς ασφαλιστική ενημερότητα. Κατόπιν των ανωτέρω, οι αιτούντες άσκησαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την με αριθμό πράξεως καταθέσεως 1073/23.12.2013 προσφυγή τους κατά του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε) ισχυριζόμενοι ότι λόγω της οικονομικής κρίσεως που είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των εισοδημάτων τους, αδυνατούν να καταβάλουν, ήδη από το έτος 2008, τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές τους με αποτέλεσμα να στερούνται οι ίδιοι και οι οικογένειες τους ιατροφαρμακευτικής και υγειονομικής περίθαλψης, παρόλο που ο Οργανισμός εξακολουθεί να χρεώνει σε καθέναν εξ' αυτών τις αντίστοιχες εισφορές. Εξάλλου, κατά τους ίδιους ισχυρισμούς, αδυνατούν να καταβάλουν τις εισφορές που αναλογούν στην κλίμακα την οποία εντάσσονται, καθόσον το ύψος αυτών είναι δυσανάλογο των εισοδημάτων τους, λόγω δε των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους δεν δύνανται να λάβουν ασφαλιστική ενημερότητα ενώ επίκειται και κίνδυνος λήψεως εις βάρος τους αναγκαστικών μέτρων είσπραξης. Με την κρινόμενη αίτηση, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η συνεχιζόμενη άρνηση τουκαθού Οργανισμού να θεωρήσει τα βιβλιάρια υγειονομικής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης λόγω των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, παρά το γεγονός ότι συνεχίζει να χρεώνει τις αναλογούσες σε καθέναν εξ' αυτών εισφορές, θέτει σε άμεσο κίνδυνο την υγεία τη δική τους και των οικογενειών τους, ενώ η συνέχιση της υπαγωγής τους σε ανώτερες κλίμακες ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και η μη. χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας σε συνδυασμό με το γεγονός ότι επίκειται άμεσος κίνδυνος αναγκαστικής είσπραξης των οφειλών τους εκ μέρους του καθού, επιφέρει ανεπανόρθωτη οικονομική και ηθική βλάβη των συμφερόντων τους. Εκ του λόγου τούτου ζητούν να υποχρεωθεί ο καθού Οργανισμός: α) να προβεί στη θεώρηση των βιβλιαρίων υγείας τους, β) στην κατάταξη ενός εκάστου εξ αυτών στη μικρότερη δυνατή κλίμακα εισφορών και δη στην 001, γ) να απέχει από κάθε πράξη λήψεως εις βάρος τους αναγκαστικών μέτρων με σκοπό την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους και δ) να τους χορηγηθεί το δικαίωμα λήψης ασφαλιστικής ενημερότητας.
5. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) ο εβδομηκοστός πέμπτος των αιτούντων … και η ογδόηκοστή τέταρτη εξ' αυτών …, κατά τη σειρά αναγραφής τους στο κρινόμενο δικόγραφο, διέκοψαν την ασφαλιστική σχέση τους με το Οργανισμό πλέον τους έτους και επομένως δεν δικαιούνται ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από τον καθού η αίτηση Οργανισμό, β) ο τέταρτος των αιτούντων, …, κατά τη σειρά αναγραφής του στο κρινόμενο δικόγραφο, ναι μεν διέκοψε την ασφαλιστική σχέση του με τον Οργανισμό την 1.11.2013, πλην δικαιούται ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης για ένα έτος από την ημερομηνία διακοπής υπό την προϋπόθεση εξόφλησης όλων των οφειλομένων εισφορών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Ασφάλισης του Κλάδου Υγείας του Οργανισμού, γ) η μη θεώρηση των βιβλιάριων υγείας των αιτούντων λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, συνιστά επαχθέστατο μέτρο εις βάρος των ασφαλισμένων και καθιστά αυτούς σε δυσμενέστατη θέση έναντι του Οργανισμού, καθόσον αυτοί μεν, στερούνται παντελώς ιατροφαρμακευτικής - νοσοκομειακής περίθαλψης με αποτέλεσμα σε περίπτωση επελθόντος κινδύνου της κατάστασης της υγείας τους να στερούνται του δικαιώματος προστασίας και αποκατάστασης αυτής, αγαθό του οποίου η υποχρέωση προστασίας αποτελεί πρωταρχική Συντάγματος, ο Οργανισμός δε, δικαιούται να προβεί στην ικανοποίηση των απαιτήσεων του οποτεδήποτε με τη λήψη εις βάρος τους αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, κρίνει ότι εν προκειμένω συντρέχει λόγος κατεπείγοντος της αιτούμενης ρύθμισης με την έννοια ότι ανακύπτει κίνδυνος να καταστεί με την πάροδο του χρόνου αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής η ρύθμιση της κατάστασης ακόμη, η επανόρθωση της οποίας θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής ακόμα και εάν εκδοθεί ευνοϊκή απόφαση επί της εκκρεμούσας προσφυγής. Περαιτέρω, ως προς τα λοιπά αιτήματα το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) ουδέν στοιχείο προσκομίζεται εκ του οποίου να προκύπτει η άμεση ανάγκη λήψης ασφαλιστικής ενημερότητας εκ μέρους των αιτούντων, β) η λήψη αναγκαστικών μέτρων εις βάρος των αιτούντων αποτελεί γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο και γ) ουδέν στοιχείο προσκομίζεται εκ του οποίου να προκύπτει η κλίμακα εισφορών εκάστου των αιτούντων ώστε να δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει το σχετικό αίτημα περί κατάταξης αυτών σε χαμηλότερη κλίμακα εισφορών από αυτήν που ήδη υπάγονται, κρίνει ότι κατά το μέρος αυτό η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
6.Επειδή, κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί ο καθού η αίτηση Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε), να θεωρήσει τα βιβλιάρια ασθενείας των αιτούντων, πλην του εβδομηκοστού πέμπτου των αιτούντων … και της ογδοηκοστής τέταρτης των αιτούντων, …, κατά τη σειρά αναγραφής τους στο κρινόμενο δικόγραφο, για το τρέχον ημερολογιακό έτος, ενώ κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτη. Περαιτέρω, πρέπει να επιστραφεί στους αιτούντες μέρος του κατατεθέντος παραβόλου ύψους πενήντα (50) ευρώ (άρθρο 277 παρ.9 του Κ.Δ.Δ) και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ).
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Υποχρεώνει τον καθού η αίτηση Οργανισμό Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε), να θεωρήσει τα βιβλιάρια ασθενείας των αιτούντων, πλην του εβδομηκοστού πέμπτου των αιτούντων … και της ογδοηκοστής τέταρτης των αιτούντων, …, κατά τη σειρά αναγραφής τους στο κρινόμενο δικόγραφο, για το τρέχον ημερολογιακό έτος». (dsa.gr)
Δυσμενής μεταχείριση εργαζόμενης λόγω λήψης άδειας μητρότητας (νομολογία)
Απόφαση στην υπόθεση C-595/12 - Loredana Napoli κατά Ministero della Giustizia – Dipartimento dell’Amministrazione penitenziaria- Ο αυτόματος αποκλεισμός εργαζόμενης γυναίκας από πρόγραμμα κατάρτισης λόγω λήψεως υποχρεωτικής άδειας μητρότητας συνιστά αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης μεταχείριση. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εργαζόμενη γυναίκα δεν θα μπορούσε να τύχει, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι συνάδελφοί της, μιας βελτιώσεως των όρων εργασίας. Το 2009, η L. Napoli επέτυχε στον διαγωνισμό για θέσεις υπαξιωματικών της σωφρονιστικής αστυνομίας και, στις 5 Δεκεμβρίου 2011, της επετράπη να μετάσχει στο πρόγραμμα κατάρτισης που θα άρχιζε στις 28 Δεκεμβρίου 2011. Δεδομένου ότι στις 7 Δεκεμβρίου 2011 η L. Napoli έγινε μητέρα, ετέθη, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, σε υποχρεωτική άδεια μητρότητας διάρκειας τριών μηνών, ήτοι μέχρι τις 7 Μαρτίου 2012. Με απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2012, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της ιταλικής νομοθεσίας, η Amministrazione penitenziaria πληροφόρησε την L. Napoli ότι, μετά την πάροδο των πρώτων 30 ημερών της περιόδου άδειας μητρότητας, θα αποκλειόταν από το εν λόγω πρόγραμμα κατάρτισης και θα έπαυε να λαμβάνει αποδοχές.
Η ιταλική διοίκηση της διευκρίνισε ωστόσο ότι θα γινόταν αυτοδικαίως δεκτή στο επόμενο πρόγραμμα κατάρτισης. Επιληφθέν της διαφοράς, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (Διοικητικό Δικαστήριο Περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) ερωτά το Δικαστήριο αν η οδηγία περί της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία μια γυναίκα αποκλείεται, λόγω λήψεως υποχρεωτικής άδειας μητρότητας, από πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της απασχολήσεώς της και το οποίο πρέπει υποχρεωτικά να παρακολουθήσει για να αποκτήσει τη δυνατότητα διορισμού σε θέση δημοσίου υπαλλήλου και για να βελτιώσει τις συνθήκες απασχολήσεώς της, ενώ παράλληλα η εν λόγω νομοθεσία της εγγυάται το δικαίωμα συμμετοχής στο επόμενο πρόγραμμα κατάρτισης που θα διοργανωθεί σε άγνωστη ημερομηνία.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει καταρχάς ότι, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας συνεπεία εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας συνιστά διάκριση λόγω φύλου. Περαιτέρω, η γυναίκα δικαιούται, μετά το πέρας της άδειας μητρότητας, να επιστρέφει στην εργασία της ή σε ισοδύναμη θέση με όρους και συνθήκες όχι λιγότερο ευνοϊκούς γι’ αυτήν και να επωφελείται από οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την οποία θα εδικαιούτο κατά την απουσία της. Δεν αμφισβητείται ότι η L. Napoli προσελήφθη με σχέση εργασίας και ότι το πρόγραμμα κατάρτισης, από το οποίο αποκλείστηκε συνεπεία της απουσίας της λόγω άδειας μητρότητας, αποτελεί τμήμα των όρων εργασίας, καθόσον παρέχεται στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας και αποσκοπεί στην προετοιμασία της για συμμετοχή σε εξέταση μετά την οποία, σε περίπτωση επιτυχίας, θα μπορεί να έχει πρόσβαση σε ανώτερο ιεραρχικό επίπεδο. Το Δικαστήριο τονίζει βεβαίως ότι η λήψη άδειας μητρότητας δεν επηρέασε την κατάσταση της L. Napoli που απορρέει από την ιδιότητα του δοκίμου υπαξιωματικού (πράγμα που της διασφαλίζει την εγγραφή στο επόμενο πρόγραμμα κατάρτισης) και ότι η εν λόγω εργαζόμενη επέστρεψε στη θέση εργασίας στην οποία είχε τοποθετηθεί πριν από την άδειά της μητρότητας. Ωστόσο, ο αποκλεισμός από το πρόγραμμα κατάρτισης λόγω της λήψεως της άδειας μητρότητας είχε αρνητικές συνέπειες για τους όρους εργασίας της L. Napoli: συγκεκριμένα, οι συνάδελφοί της είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν εξ ολοκλήρου το αρχικό πρόγραμμα και να αποκτήσουν πρόσβαση, πριν από αυτήν, στο ανώτερο ιεραρχικό επίπεδο του υπαξιωματικού λαμβάνοντας ταυτοχρόνως τις αντίστοιχες αποδοχές.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει συνεπώς ότι ο αποκλεισμός από αυτό το αρχικό πρόγραμμα κατάρτισης και η συνακόλουθη απαγόρευση συμμετοχής στην εξέταση συνεπάγονται για την L. Napoli την απώλεια μιας ευκαιρίας να τύχει, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι συνάδελφοί της, μιας βελτιώσεως των όρων εργασίας και πρέπει συνεπώς να θεωρηθούν ότι συνιστούν δυσμενή μεταχείριση. Αυτός ο αυτόματος αποκλεισμός, ο οποίος δεν λαμβάνει υπόψη ούτε το στάδιο κατά το οποίο λαμβάνεται η άδεια μητρότητας ούτε την ήδη κτηθείσα κατάρτιση και ο οποίος απλώς αναγνωρίζει στη γυναίκα που έλαβε την άδεια αυτή το δικαίωμα να μετάσχει σε πρόγραμμα κατάρτισης που θα οργανωθεί σε μεταγενέστερη αλλά αβέβαιη ημερομηνία, δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, τοσούτω μάλλον που οι αρμόδιες αρχές δεν είναι υποχρεωμένες να διοργανώσουν παρόμοιο πρόγραμμα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Προκειμένου να διασφαλίσουν την ουσιαστική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, τα κράτη μέλη διαθέτουν ορισμένο περιθώριο εκτίμησης: οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν, συνεπώς, να συμβιβάσουν την απαίτηση πλήρους κατάρτισης των υποψηφίων με τα δικαιώματα της εργαζομένης προβλέποντας, ενδεχομένως, για την εργαζόμενη που επιστρέφει από άδεια μητρότητας, παράλληλο ισοδύναμο πρόγραμμα κάλυψης της ήδη διδαχθείσας ύλης, κατά τρόπον ώστε να μπορέσει να μετάσχει εγκαίρως στην εξέταση και να ανέλθει έτσι, το συντομότερο δυνατόν, σε ανώτερο επίπεδο της ιεραρχίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εξέλιξη της σταδιοδρομίας της δεν θα καθυστερούσε σε σχέση με εκείνη της σταδιοδρομίας ενός άρρενος συναδέλφου της που πέτυχε στον ίδιο διαγωνισμό και μετέσχε στο ίδιο αρχικό πρόγραμμα κατάρτισης.
Το Δικαστήριο καταλήγει τονίζοντας ότι οι διατάξεις της οδηγίας είναι αρκούντως σαφείς, ακριβείς και απαλλαγμένες αιρέσεων ώστε να παράγουν άμεσο αποτέλεσμα. Συνεπώς, το εθνικό δικαστήριο το οποίο είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή τους έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας. (curia.europa.eu / legalnews24.gr)
Απόφαση στην υπόθεση C-595/12 - Loredana Napoli κατά Ministero della Giustizia – Dipartimento dell’Amministrazione penitenziaria- Ο αυτόματος αποκλεισμός εργαζόμενης γυναίκας από πρόγραμμα κατάρτισης λόγω λήψεως υποχρεωτικής άδειας μητρότητας συνιστά αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης μεταχείριση. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εργαζόμενη γυναίκα δεν θα μπορούσε να τύχει, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι συνάδελφοί της, μιας βελτιώσεως των όρων εργασίας. Το 2009, η L. Napoli επέτυχε στον διαγωνισμό για θέσεις υπαξιωματικών της σωφρονιστικής αστυνομίας και, στις 5 Δεκεμβρίου 2011, της επετράπη να μετάσχει στο πρόγραμμα κατάρτισης που θα άρχιζε στις 28 Δεκεμβρίου 2011. Δεδομένου ότι στις 7 Δεκεμβρίου 2011 η L. Napoli έγινε μητέρα, ετέθη, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, σε υποχρεωτική άδεια μητρότητας διάρκειας τριών μηνών, ήτοι μέχρι τις 7 Μαρτίου 2012. Με απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2012, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της ιταλικής νομοθεσίας, η Amministrazione penitenziaria πληροφόρησε την L. Napoli ότι, μετά την πάροδο των πρώτων 30 ημερών της περιόδου άδειας μητρότητας, θα αποκλειόταν από το εν λόγω πρόγραμμα κατάρτισης και θα έπαυε να λαμβάνει αποδοχές.
Η ιταλική διοίκηση της διευκρίνισε ωστόσο ότι θα γινόταν αυτοδικαίως δεκτή στο επόμενο πρόγραμμα κατάρτισης. Επιληφθέν της διαφοράς, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (Διοικητικό Δικαστήριο Περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) ερωτά το Δικαστήριο αν η οδηγία περί της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία μια γυναίκα αποκλείεται, λόγω λήψεως υποχρεωτικής άδειας μητρότητας, από πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της απασχολήσεώς της και το οποίο πρέπει υποχρεωτικά να παρακολουθήσει για να αποκτήσει τη δυνατότητα διορισμού σε θέση δημοσίου υπαλλήλου και για να βελτιώσει τις συνθήκες απασχολήσεώς της, ενώ παράλληλα η εν λόγω νομοθεσία της εγγυάται το δικαίωμα συμμετοχής στο επόμενο πρόγραμμα κατάρτισης που θα διοργανωθεί σε άγνωστη ημερομηνία.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει καταρχάς ότι, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας συνεπεία εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας συνιστά διάκριση λόγω φύλου. Περαιτέρω, η γυναίκα δικαιούται, μετά το πέρας της άδειας μητρότητας, να επιστρέφει στην εργασία της ή σε ισοδύναμη θέση με όρους και συνθήκες όχι λιγότερο ευνοϊκούς γι’ αυτήν και να επωφελείται από οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την οποία θα εδικαιούτο κατά την απουσία της. Δεν αμφισβητείται ότι η L. Napoli προσελήφθη με σχέση εργασίας και ότι το πρόγραμμα κατάρτισης, από το οποίο αποκλείστηκε συνεπεία της απουσίας της λόγω άδειας μητρότητας, αποτελεί τμήμα των όρων εργασίας, καθόσον παρέχεται στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας και αποσκοπεί στην προετοιμασία της για συμμετοχή σε εξέταση μετά την οποία, σε περίπτωση επιτυχίας, θα μπορεί να έχει πρόσβαση σε ανώτερο ιεραρχικό επίπεδο. Το Δικαστήριο τονίζει βεβαίως ότι η λήψη άδειας μητρότητας δεν επηρέασε την κατάσταση της L. Napoli που απορρέει από την ιδιότητα του δοκίμου υπαξιωματικού (πράγμα που της διασφαλίζει την εγγραφή στο επόμενο πρόγραμμα κατάρτισης) και ότι η εν λόγω εργαζόμενη επέστρεψε στη θέση εργασίας στην οποία είχε τοποθετηθεί πριν από την άδειά της μητρότητας. Ωστόσο, ο αποκλεισμός από το πρόγραμμα κατάρτισης λόγω της λήψεως της άδειας μητρότητας είχε αρνητικές συνέπειες για τους όρους εργασίας της L. Napoli: συγκεκριμένα, οι συνάδελφοί της είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν εξ ολοκλήρου το αρχικό πρόγραμμα και να αποκτήσουν πρόσβαση, πριν από αυτήν, στο ανώτερο ιεραρχικό επίπεδο του υπαξιωματικού λαμβάνοντας ταυτοχρόνως τις αντίστοιχες αποδοχές.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει συνεπώς ότι ο αποκλεισμός από αυτό το αρχικό πρόγραμμα κατάρτισης και η συνακόλουθη απαγόρευση συμμετοχής στην εξέταση συνεπάγονται για την L. Napoli την απώλεια μιας ευκαιρίας να τύχει, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι συνάδελφοί της, μιας βελτιώσεως των όρων εργασίας και πρέπει συνεπώς να θεωρηθούν ότι συνιστούν δυσμενή μεταχείριση. Αυτός ο αυτόματος αποκλεισμός, ο οποίος δεν λαμβάνει υπόψη ούτε το στάδιο κατά το οποίο λαμβάνεται η άδεια μητρότητας ούτε την ήδη κτηθείσα κατάρτιση και ο οποίος απλώς αναγνωρίζει στη γυναίκα που έλαβε την άδεια αυτή το δικαίωμα να μετάσχει σε πρόγραμμα κατάρτισης που θα οργανωθεί σε μεταγενέστερη αλλά αβέβαιη ημερομηνία, δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, τοσούτω μάλλον που οι αρμόδιες αρχές δεν είναι υποχρεωμένες να διοργανώσουν παρόμοιο πρόγραμμα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Προκειμένου να διασφαλίσουν την ουσιαστική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, τα κράτη μέλη διαθέτουν ορισμένο περιθώριο εκτίμησης: οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν, συνεπώς, να συμβιβάσουν την απαίτηση πλήρους κατάρτισης των υποψηφίων με τα δικαιώματα της εργαζομένης προβλέποντας, ενδεχομένως, για την εργαζόμενη που επιστρέφει από άδεια μητρότητας, παράλληλο ισοδύναμο πρόγραμμα κάλυψης της ήδη διδαχθείσας ύλης, κατά τρόπον ώστε να μπορέσει να μετάσχει εγκαίρως στην εξέταση και να ανέλθει έτσι, το συντομότερο δυνατόν, σε ανώτερο επίπεδο της ιεραρχίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εξέλιξη της σταδιοδρομίας της δεν θα καθυστερούσε σε σχέση με εκείνη της σταδιοδρομίας ενός άρρενος συναδέλφου της που πέτυχε στον ίδιο διαγωνισμό και μετέσχε στο ίδιο αρχικό πρόγραμμα κατάρτισης.
Το Δικαστήριο καταλήγει τονίζοντας ότι οι διατάξεις της οδηγίας είναι αρκούντως σαφείς, ακριβείς και απαλλαγμένες αιρέσεων ώστε να παράγουν άμεσο αποτέλεσμα. Συνεπώς, το εθνικό δικαστήριο το οποίο είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή τους έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας. (curia.europa.eu / legalnews24.gr)
Yποχρέωση της Google να διαγράφει δεδομένα από τη μηχανή αναζήτησης κατόπιν αιτήματος
Απόφαση στην υπόθεση C-131/12 Google Spain SL, Google Inc. κατά Agencia Española de Protección de Datos, Mario Costeja González (περίληψη): Ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης στο διαδίκτυο είναι υπεύθυνος για την εκ μέρους του επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία περιλαμβάνονται σε ιστοσελίδες δημοσιευμένες από τρίτους. Ειδικότερα, όταν, κατόπιν αναζήτησης που έχει πραγματοποιηθεί με βάση το ονοματεπώνυμο ενός προσώπου, εμφανίζεται στον κατάλογο αποτελεσμάτων σύνδεσμος προς ιστοσελίδα που περιέχει πληροφορίες για το εν λόγω πρόσωπο, αυτό μπορεί να αποταθεί απευθείας στον φορέα εκμετάλλευσης της μηχανής ή, εφόσον ο τελευταίος δεν ανταποκριθεί στην αίτηση του προαναφερθέντος προσώπου, στις αρμόδιες αρχές προκειμένου να επιτύχει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη διαγραφή του επίμαχου συνδέσμου από τον κατάλογο αποτελεσμάτων.
Με οδηγία της Ένωσης επιδιώκεται η προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων (ιδίως του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή) κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.
Το 2010, ο M. Costeja González, ισπανικής ιθαγένειας, υπέβαλε στην Agencia Española de Protección de Datos (ισπανική αρχή προστασίας δεδομένων, AEPD) καταγγελία κατά της La Vanguardia Ediciones SL (εταιρίας που εκδίδει καθημερινή εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας στην Ισπανία, ιδίως στην περιφέρεια της Καταλονίας) καθώς και κατά της Google Spain και της Google Inc. Ο M. Costeja González υποστήριξε ότι όταν το ονοματεπώνυμό του εισαγόταν από χρήστη του διαδικτύου στη μηχανή αναζήτησης της Google (Google Search), εμφανίζονταν σύνδεσμοι προς δύο σελίδες της εφημερίδας La Vanguardia δημοσιευμένες τον Ιανουάριο και τον Μάρτιο του 1998. Στις σελίδες αυτές περιλαμβανόταν ανακοίνωση για πλειστηριασμούς ακινήτων κατόπιν κατάσχεσης που είχε επιβληθεί στον M. Costeja González λόγω κοινωνικοασφαλιστικών οφειλών.
Με την καταγγελία αυτή, ο M. Costeja González ζήτησε, αφενός, να υποχρεωθεί η La Vanguardia να αποσύρει ή να τροποποιήσει τις επίμαχες σελίδες (ώστε να μην εμφανίζονται πλέον τα προσωπικά δεδομένα του) ή να χρησιμοποιήσει ορισμένα εργαλεία που προσφέρουν οι μηχανές αναζήτησης προκειμένου να προστατευθούν τα δεδομένα αυτά. Αφετέρου, ο M. Costeja González ζήτησε να υποχρεωθεί η Google Spain ή η Google Inc. να διαγράψει ή να αποκρύψει τα προσωπικά δεδομένα του ώστε να μην εμφανίζονται πλέον στα αποτελέσματα αναζήτησης και σε συνδέσμους της La Vanguardia. Στο πλαίσιο αυτό, ο M. Costeja González επισήμανε ότι η διαδικασία κατάσχεσης που είχε κινηθεί εναντίον του είχε ολοκληρωθεί και διευθετηθεί από μακρού και ότι οποιαδήποτε μνεία της διαδικασίας αυτής ήταν πλέον άνευ ουσίας. Η AEPD απέρριψε την καταγγελία κατά της La Vanguardia, εκτιμώντας ότι η δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών από τον εκδότη ήταν νόμιμη. Αντιθέτως, η καταγγελία έγινε δεκτή κατά το μέρος που αφορούσε την Google Spain και την Google Inc. Η AEPD ζήτησε από τις δύο εταιρίες αυτές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να διαγραφούν από το ευρετήριό τους τα επίμαχα δεδομένα και για να καταστεί ανέφικτη η μελλοντική πρόσβαση σε αυτά. Η Google Spain και η Google Inc. προσέβαλαν την απόφαση της AEPD ενώπιον του Audiencia Nacional (ανώτεροισπανικό δικαστήριο), ζητώντας την ακύρωσή της. Στο πλαίσιο αυτό, το εν λόγω ισπανικό δικαστήριο υπέβαλε σειρά προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο.
Στη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο διαπιστώνει καταρχάς ότι ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, καθόσον προβαίνει σε αυτοματοποιημένη, διαρκή και συστηματική αναζήτηση πληροφοριών δημοσιευμένων στο διαδίκτυο, «συλλέγει» τέτοια δεδομένα κατά την έννοια της οδηγίας. Επίσης το Δικαστήριο εκτιμά ότι ο φορέας αυτός «ανακτά», «καταχωρίζει» και «οργανώνει» τα δεδομένα αυτά στο πλαίσιο των προγραμμάτων ευρετηρίασης που διαθέτει, στη συνέχεια τα «αποθηκεύει» στους εξυπηρετητές του και, ενδεχομένως, τα «ανακοινώνει» και τα «θέτει στη διάθεση» των χρηστών της μηχανής υπό μορφή καταλόγων αποτελεσμάτων αναζήτησης. Δεδομένου ότι η οδηγία αναφέρεται ρητώς και ανεπιφύλακτα στις εν λόγω πράξεις, αυτές πρέπει να χαρακτηριστούν ως «επεξεργασία», ανεξαρτήτως του αν ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης προβαίνει στις ίδιες πράξεις και για πληροφορίες που δεν περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι οι πράξεις στις οποίες αναφέρεται η οδηγία πρέπει να χαρακτηρίζονται ως επεξεργασία ακόμη και όταν αφορούν αποκλειστικά πληροφορίες που έχουν δημοσιευτεί αυτούσιες στα μέσα ενημέρωσης. Αν σε μια τέτοια περίπτωση γινόταν δεκτή μια γενική παρέκκλιση από την εφαρμογή της οδηγίας, η τελευταία θα έχανε σε μεγάλο βαθμό το νόημά της.
Επιπλέον, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης είναι ο «υπεύθυνος» της επεξεργασίας κατά την έννοια της οδηγίας, δεδομένου ότι αυτός καθορίζει τους σκοπούς και τους τρόπους της επεξεργασίας. Το Δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι στο μέτρο κατά το οποίο η δραστηριότητα της μηχανής αναζήτησης συμπληρώνει τη δραστηριότητα των εκδοτών ιστοτόπων και ενδέχεται να θίγει σε μεγάλο βαθμό τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αυτής πρέπει να διασφαλίζει, στο πλαίσιο των ευθυνών, των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων του, ότι η εν λόγω δραστηριότητα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της οδηγίας. Μόνο κατά τον τρόπο αυτό θα μπορούν οι εγγυήσεις που προβλέπει η οδηγία να παράγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους και θα μπορεί να υλοποιείται στην πράξη η αποτελεσματική και πλήρης προστασία των ενδιαφερομένων προσώπων (ιδίως η προστασία της ιδιωτικής τους ζωής). Όσον αφορά το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Google Spain αποτελεί θυγατρική της Google Inc. επί του ισπανικού εδάφους και, ως εκ τούτου, «εγκατάσταση» κατά την έννοια της οδηγίας. Το Δικαστήριο απορρίπτει το επιχείρημα ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Google Search δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της εγκατάστασης αυτής στην Ισπανία. Το Δικαστήριο εκτιμά συναφώς ότι η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων, εφόσον πραγματοποιείται για τις ανάγκες υπηρεσίας μηχανής αναζήτησης την οποία εκμεταλλεύεται επιχείρηση που έχει μεν έδρα σε τρίτο κράτος αλλά διαθέτει εγκατάσταση εντός ορισμένου κράτους μέλους, εκτελείται «στα πλαίσια των δραστηριοτήτων» της εν λόγω εγκατάστασης, κατά την έννοια της οδηγίας, εφόσον η εγκατάσταση αυτή έχει ως σκοπό την προώθηση και πώληση, εντός του προαναφερθέντος κράτους μέλους, του διαφημιστικού χώρου που διατίθεται στο πλαίσιο της μηχανής αναζήτησης και που αποσκοπεί στην οικονομική εκμετάλλευση της υπηρεσίας που παρέχεται με τη μηχανή αυτή. Στη συνέχεια, όσον αφορά την έκταση της ευθύνης του φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι αυτός έχει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την υποχρέωση να απαλείφει από τον κατάλογο αποτελεσμάτων, ο οποίος εμφανίζεται κατόπιν αναζήτησης που έχει διενεργηθεί με βάση το ονοματεπώνυμο ενός προσώπου, συνδέσμους προς δημοσιευμένες από τρίτους ιστοσελίδες που περιέχουν πληροφορίες σχετικές με το πρόσωπο αυτό. Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η υποχρέωση αυτή ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία το ονοματεπώνυμο αυτό ή οι πληροφορίες αυτές δεν έχουν διαγραφεί, προηγουμένως η ταυτοχρόνως, από τις ως άνω ιστοσελίδες, ακόμη και όταν αυτή καθαυτή η δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών στις εν λόγω ιστοσελίδες είναι νόμιμη. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην οποία προβαίνει ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης παρέχει σε κάθε χρήστη του διαδικτύου, ο οποίος πραγματοποιεί αναζήτηση με βάση το ονοματεπώνυμο φυσικού προσώπου, τη δυνατότητα να αποκτά, μέσω του καταλόγου αποτελεσμάτων, μια συστηματική επισκόπηση των διαθέσιμων στο διαδίκτυο πληροφοριών σχετικά με το εν λόγω πρόσωπο. Επίσης το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι πληροφορίες αυτές αφορούν δυνητικά διάφορες πτυχές της ιδιωτικής ζωής και ότι, χωρίς τη μηχανή αναζήτησης, θα ήταν αδύνατο ή εξαιρετικά δυσχερές να διασταυρωθούν. Κατά τον τρόπο αυτό, οι χρήστες του διαδικτύου έχουν τη δυνατότητα να σχηματίζουν ένα σχετικά λεπτομερές προφίλ των προσώπων για τα οποία έχουν πραγματοποιήσει αναζήτηση. Εξάλλου, οι συνέπειες από την επέμβαση στα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων διογκώνονται λόγω του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζουν το διαδίκτυο και οι μηχανές αναζήτησης στη σύγχρονη κοινωνία, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στους καταλόγους αποτελεσμάτων μπορούν να είναι προσβάσιμες ανά πάσα στιγμή και από οποιοδήποτε σημείο. Κατά το Δικαστήριο, η επέμβαση αυτή, λόγω της ενδεχόμενης σοβαρότητάς της, δεν μπορεί να δικαιολογείται μόνο με βάση το οικονομικό συμφέρον που έχει ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης στην επεξεργασία των προαναφερθέντων δεδομένων.
Εντούτοις, στον βαθμό που η απάλειψη συνδέσμων από τον κατάλογο αποτελεσμάτων θα μπορούσε, αναλόγως της πληροφορίας για την οποία πρόκειται, να έχει αντίκτυπο στο έννομο συμφέρον των δυνητικά ενδιαφερόμενων χρηστών του διαδικτύου για πρόσβαση στην πληροφορία αυτή, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι πρέπει να αναζητείται η δίκαιη εξισορρόπηση ιδίως μεταξύ του συμφέροντος αυτού και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων, ιδίως του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το Δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι μολονότι, ασφαλώς, τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων υπερέχουν, κατά κανόνα, του προαναφερθέντος συμφέροντος των χρηστών του διαδικτύου, εντούτοις η εξισορρόπηση αυτή μπορεί, σε ειδικές περιπτώσεις, να εξαρτάται από τη φύση της επίμαχης πληροφορίας και από τον ευαίσθητο χαρακτήρα της για την ιδιωτική ζωή του υποκειμένου των δεδομένων καθώς και από το συμφέρον του κοινού να αποκτήσει πρόσβαση στην πληροφορία αυτή, συμφέρον το οποίο μπορεί να διαφοροποιείται αναλόγως, μεταξύ άλλων, του ρόλου που διαδραματίζει το εν λόγω υποκείμενο στον δημόσιο βίο.
Τέλος, ερωτηθέν σχετικά με το αν η οδηγία παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να ζητήσει να απαλειφθούν από τον κατάλογο αποτελεσμάτων οι σύνδεσμοι προς ιστοσελίδες διότι επιθυμεί να «λησμονηθούν», μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου, οι σχετικές με το πρόσωπό του πληροφορίες που περιέχονται εκεί, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, εφόσον κατόπιν αίτησης του υποκειμένου των δεδομένων διαπιστωθεί ότι η εμφάνιση των συνδέσμων αυτών στον κατάλογο αποτελεσμάτων είναι, επί του παρόντος, ασύμβατη με την οδηγία, οι πληροφορίες και οι σύνδεσμοι που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό πρέπει να διαγραφούν. Το Δικαστήριο παρατηρεί συναφώς ότι ακόμη και η αρχικά νόμιμη επεξεργασία μη ανακριβών δεδομένων μπορεί, με την πάροδο του χρόνου, να καταστεί αντίθετη με την οδηγία αυτή, όταν, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη περίπτωση, τα δεδομένα αυτά είναι ακατάλληλα, δεν είναι ή έχουν πάψει να είναι συναφή με το οικείο ζήτημα ή είναι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους υπέστησαν επεξεργασία ή σε σχέση με τον χρόνο που έχει παρέλθει. Το Δικαστήριο προσθέτει ότι, στο πλαίσιο της εκτίμησης αίτησης που έχει υποβάλει το υποκείμενο των δεδομένων κατά της επεξεργασίας στην οποία έχει προβεί ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης, πρέπει μεταξύ άλλων να εξετάζεται αν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να πάψει η σχετική με το πρόσωπό του πληροφορία να συνδέεται, επί του παρόντος, με το ονοματεπώνυμό του μέσω του καταλόγου αποτελεσμάτων ο οποίος προκύπτει κατόπιν αναζήτησης που έχει διενεργηθεί με βάση το ονοματεπώνυμο αυτό. Εφόσον συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι σύνδεσμοι προς τις ιστοσελίδες που περιέχουν τις πληροφορίες αυτές πρέπει να απαλείφονται από τον κατάλογο αποτελεσμάτων, εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι, όπως ο ρόλος που διαδραματίζει το υποκείμενο των δεδομένων στον δημόσιο βίο, που να δικαιολογούν υπέρτερο συμφέρον του κοινού για πρόσβαση, στο πλαίσιο αντίστοιχης αναζήτησης, στις επίμαχες πληροφορίες.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να απευθύνει σχετικές αιτήσεις στον φορέα εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης ο οποίος οφείλει να εξετάζει δεόντως τη βασιμότητά τους. Όταν ο υπεύθυνος της επεξεργασίας δεν ανταποκρίνεται στις αιτήσεις αυτές, το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να αποταθεί στην αρχή ελέγχου ή στις δικαστικές αρχές προκειμένου αυτές να προβούν στους απαραίτητους ελέγχους και να επιβάλουν στον υπεύθυνο τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων. (curia.europa.eu / legalnews24.gr)
Απόφαση στην υπόθεση C-131/12 Google Spain SL, Google Inc. κατά Agencia Española de Protección de Datos, Mario Costeja González (περίληψη): Ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης στο διαδίκτυο είναι υπεύθυνος για την εκ μέρους του επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία περιλαμβάνονται σε ιστοσελίδες δημοσιευμένες από τρίτους. Ειδικότερα, όταν, κατόπιν αναζήτησης που έχει πραγματοποιηθεί με βάση το ονοματεπώνυμο ενός προσώπου, εμφανίζεται στον κατάλογο αποτελεσμάτων σύνδεσμος προς ιστοσελίδα που περιέχει πληροφορίες για το εν λόγω πρόσωπο, αυτό μπορεί να αποταθεί απευθείας στον φορέα εκμετάλλευσης της μηχανής ή, εφόσον ο τελευταίος δεν ανταποκριθεί στην αίτηση του προαναφερθέντος προσώπου, στις αρμόδιες αρχές προκειμένου να επιτύχει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη διαγραφή του επίμαχου συνδέσμου από τον κατάλογο αποτελεσμάτων.
Με οδηγία της Ένωσης επιδιώκεται η προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων (ιδίως του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή) κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.
Το 2010, ο M. Costeja González, ισπανικής ιθαγένειας, υπέβαλε στην Agencia Española de Protección de Datos (ισπανική αρχή προστασίας δεδομένων, AEPD) καταγγελία κατά της La Vanguardia Ediciones SL (εταιρίας που εκδίδει καθημερινή εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας στην Ισπανία, ιδίως στην περιφέρεια της Καταλονίας) καθώς και κατά της Google Spain και της Google Inc. Ο M. Costeja González υποστήριξε ότι όταν το ονοματεπώνυμό του εισαγόταν από χρήστη του διαδικτύου στη μηχανή αναζήτησης της Google (Google Search), εμφανίζονταν σύνδεσμοι προς δύο σελίδες της εφημερίδας La Vanguardia δημοσιευμένες τον Ιανουάριο και τον Μάρτιο του 1998. Στις σελίδες αυτές περιλαμβανόταν ανακοίνωση για πλειστηριασμούς ακινήτων κατόπιν κατάσχεσης που είχε επιβληθεί στον M. Costeja González λόγω κοινωνικοασφαλιστικών οφειλών.
Με την καταγγελία αυτή, ο M. Costeja González ζήτησε, αφενός, να υποχρεωθεί η La Vanguardia να αποσύρει ή να τροποποιήσει τις επίμαχες σελίδες (ώστε να μην εμφανίζονται πλέον τα προσωπικά δεδομένα του) ή να χρησιμοποιήσει ορισμένα εργαλεία που προσφέρουν οι μηχανές αναζήτησης προκειμένου να προστατευθούν τα δεδομένα αυτά. Αφετέρου, ο M. Costeja González ζήτησε να υποχρεωθεί η Google Spain ή η Google Inc. να διαγράψει ή να αποκρύψει τα προσωπικά δεδομένα του ώστε να μην εμφανίζονται πλέον στα αποτελέσματα αναζήτησης και σε συνδέσμους της La Vanguardia. Στο πλαίσιο αυτό, ο M. Costeja González επισήμανε ότι η διαδικασία κατάσχεσης που είχε κινηθεί εναντίον του είχε ολοκληρωθεί και διευθετηθεί από μακρού και ότι οποιαδήποτε μνεία της διαδικασίας αυτής ήταν πλέον άνευ ουσίας. Η AEPD απέρριψε την καταγγελία κατά της La Vanguardia, εκτιμώντας ότι η δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών από τον εκδότη ήταν νόμιμη. Αντιθέτως, η καταγγελία έγινε δεκτή κατά το μέρος που αφορούσε την Google Spain και την Google Inc. Η AEPD ζήτησε από τις δύο εταιρίες αυτές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να διαγραφούν από το ευρετήριό τους τα επίμαχα δεδομένα και για να καταστεί ανέφικτη η μελλοντική πρόσβαση σε αυτά. Η Google Spain και η Google Inc. προσέβαλαν την απόφαση της AEPD ενώπιον του Audiencia Nacional (ανώτεροισπανικό δικαστήριο), ζητώντας την ακύρωσή της. Στο πλαίσιο αυτό, το εν λόγω ισπανικό δικαστήριο υπέβαλε σειρά προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο.
Στη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο διαπιστώνει καταρχάς ότι ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, καθόσον προβαίνει σε αυτοματοποιημένη, διαρκή και συστηματική αναζήτηση πληροφοριών δημοσιευμένων στο διαδίκτυο, «συλλέγει» τέτοια δεδομένα κατά την έννοια της οδηγίας. Επίσης το Δικαστήριο εκτιμά ότι ο φορέας αυτός «ανακτά», «καταχωρίζει» και «οργανώνει» τα δεδομένα αυτά στο πλαίσιο των προγραμμάτων ευρετηρίασης που διαθέτει, στη συνέχεια τα «αποθηκεύει» στους εξυπηρετητές του και, ενδεχομένως, τα «ανακοινώνει» και τα «θέτει στη διάθεση» των χρηστών της μηχανής υπό μορφή καταλόγων αποτελεσμάτων αναζήτησης. Δεδομένου ότι η οδηγία αναφέρεται ρητώς και ανεπιφύλακτα στις εν λόγω πράξεις, αυτές πρέπει να χαρακτηριστούν ως «επεξεργασία», ανεξαρτήτως του αν ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης προβαίνει στις ίδιες πράξεις και για πληροφορίες που δεν περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι οι πράξεις στις οποίες αναφέρεται η οδηγία πρέπει να χαρακτηρίζονται ως επεξεργασία ακόμη και όταν αφορούν αποκλειστικά πληροφορίες που έχουν δημοσιευτεί αυτούσιες στα μέσα ενημέρωσης. Αν σε μια τέτοια περίπτωση γινόταν δεκτή μια γενική παρέκκλιση από την εφαρμογή της οδηγίας, η τελευταία θα έχανε σε μεγάλο βαθμό το νόημά της.
Επιπλέον, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης είναι ο «υπεύθυνος» της επεξεργασίας κατά την έννοια της οδηγίας, δεδομένου ότι αυτός καθορίζει τους σκοπούς και τους τρόπους της επεξεργασίας. Το Δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι στο μέτρο κατά το οποίο η δραστηριότητα της μηχανής αναζήτησης συμπληρώνει τη δραστηριότητα των εκδοτών ιστοτόπων και ενδέχεται να θίγει σε μεγάλο βαθμό τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αυτής πρέπει να διασφαλίζει, στο πλαίσιο των ευθυνών, των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων του, ότι η εν λόγω δραστηριότητα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της οδηγίας. Μόνο κατά τον τρόπο αυτό θα μπορούν οι εγγυήσεις που προβλέπει η οδηγία να παράγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους και θα μπορεί να υλοποιείται στην πράξη η αποτελεσματική και πλήρης προστασία των ενδιαφερομένων προσώπων (ιδίως η προστασία της ιδιωτικής τους ζωής). Όσον αφορά το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Google Spain αποτελεί θυγατρική της Google Inc. επί του ισπανικού εδάφους και, ως εκ τούτου, «εγκατάσταση» κατά την έννοια της οδηγίας. Το Δικαστήριο απορρίπτει το επιχείρημα ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Google Search δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της εγκατάστασης αυτής στην Ισπανία. Το Δικαστήριο εκτιμά συναφώς ότι η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων, εφόσον πραγματοποιείται για τις ανάγκες υπηρεσίας μηχανής αναζήτησης την οποία εκμεταλλεύεται επιχείρηση που έχει μεν έδρα σε τρίτο κράτος αλλά διαθέτει εγκατάσταση εντός ορισμένου κράτους μέλους, εκτελείται «στα πλαίσια των δραστηριοτήτων» της εν λόγω εγκατάστασης, κατά την έννοια της οδηγίας, εφόσον η εγκατάσταση αυτή έχει ως σκοπό την προώθηση και πώληση, εντός του προαναφερθέντος κράτους μέλους, του διαφημιστικού χώρου που διατίθεται στο πλαίσιο της μηχανής αναζήτησης και που αποσκοπεί στην οικονομική εκμετάλλευση της υπηρεσίας που παρέχεται με τη μηχανή αυτή. Στη συνέχεια, όσον αφορά την έκταση της ευθύνης του φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι αυτός έχει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την υποχρέωση να απαλείφει από τον κατάλογο αποτελεσμάτων, ο οποίος εμφανίζεται κατόπιν αναζήτησης που έχει διενεργηθεί με βάση το ονοματεπώνυμο ενός προσώπου, συνδέσμους προς δημοσιευμένες από τρίτους ιστοσελίδες που περιέχουν πληροφορίες σχετικές με το πρόσωπο αυτό. Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η υποχρέωση αυτή ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία το ονοματεπώνυμο αυτό ή οι πληροφορίες αυτές δεν έχουν διαγραφεί, προηγουμένως η ταυτοχρόνως, από τις ως άνω ιστοσελίδες, ακόμη και όταν αυτή καθαυτή η δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών στις εν λόγω ιστοσελίδες είναι νόμιμη. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην οποία προβαίνει ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης παρέχει σε κάθε χρήστη του διαδικτύου, ο οποίος πραγματοποιεί αναζήτηση με βάση το ονοματεπώνυμο φυσικού προσώπου, τη δυνατότητα να αποκτά, μέσω του καταλόγου αποτελεσμάτων, μια συστηματική επισκόπηση των διαθέσιμων στο διαδίκτυο πληροφοριών σχετικά με το εν λόγω πρόσωπο. Επίσης το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι πληροφορίες αυτές αφορούν δυνητικά διάφορες πτυχές της ιδιωτικής ζωής και ότι, χωρίς τη μηχανή αναζήτησης, θα ήταν αδύνατο ή εξαιρετικά δυσχερές να διασταυρωθούν. Κατά τον τρόπο αυτό, οι χρήστες του διαδικτύου έχουν τη δυνατότητα να σχηματίζουν ένα σχετικά λεπτομερές προφίλ των προσώπων για τα οποία έχουν πραγματοποιήσει αναζήτηση. Εξάλλου, οι συνέπειες από την επέμβαση στα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων διογκώνονται λόγω του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζουν το διαδίκτυο και οι μηχανές αναζήτησης στη σύγχρονη κοινωνία, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στους καταλόγους αποτελεσμάτων μπορούν να είναι προσβάσιμες ανά πάσα στιγμή και από οποιοδήποτε σημείο. Κατά το Δικαστήριο, η επέμβαση αυτή, λόγω της ενδεχόμενης σοβαρότητάς της, δεν μπορεί να δικαιολογείται μόνο με βάση το οικονομικό συμφέρον που έχει ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης στην επεξεργασία των προαναφερθέντων δεδομένων.
Εντούτοις, στον βαθμό που η απάλειψη συνδέσμων από τον κατάλογο αποτελεσμάτων θα μπορούσε, αναλόγως της πληροφορίας για την οποία πρόκειται, να έχει αντίκτυπο στο έννομο συμφέρον των δυνητικά ενδιαφερόμενων χρηστών του διαδικτύου για πρόσβαση στην πληροφορία αυτή, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι πρέπει να αναζητείται η δίκαιη εξισορρόπηση ιδίως μεταξύ του συμφέροντος αυτού και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων, ιδίως του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το Δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι μολονότι, ασφαλώς, τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων υπερέχουν, κατά κανόνα, του προαναφερθέντος συμφέροντος των χρηστών του διαδικτύου, εντούτοις η εξισορρόπηση αυτή μπορεί, σε ειδικές περιπτώσεις, να εξαρτάται από τη φύση της επίμαχης πληροφορίας και από τον ευαίσθητο χαρακτήρα της για την ιδιωτική ζωή του υποκειμένου των δεδομένων καθώς και από το συμφέρον του κοινού να αποκτήσει πρόσβαση στην πληροφορία αυτή, συμφέρον το οποίο μπορεί να διαφοροποιείται αναλόγως, μεταξύ άλλων, του ρόλου που διαδραματίζει το εν λόγω υποκείμενο στον δημόσιο βίο.
Τέλος, ερωτηθέν σχετικά με το αν η οδηγία παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να ζητήσει να απαλειφθούν από τον κατάλογο αποτελεσμάτων οι σύνδεσμοι προς ιστοσελίδες διότι επιθυμεί να «λησμονηθούν», μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου, οι σχετικές με το πρόσωπό του πληροφορίες που περιέχονται εκεί, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, εφόσον κατόπιν αίτησης του υποκειμένου των δεδομένων διαπιστωθεί ότι η εμφάνιση των συνδέσμων αυτών στον κατάλογο αποτελεσμάτων είναι, επί του παρόντος, ασύμβατη με την οδηγία, οι πληροφορίες και οι σύνδεσμοι που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό πρέπει να διαγραφούν. Το Δικαστήριο παρατηρεί συναφώς ότι ακόμη και η αρχικά νόμιμη επεξεργασία μη ανακριβών δεδομένων μπορεί, με την πάροδο του χρόνου, να καταστεί αντίθετη με την οδηγία αυτή, όταν, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη περίπτωση, τα δεδομένα αυτά είναι ακατάλληλα, δεν είναι ή έχουν πάψει να είναι συναφή με το οικείο ζήτημα ή είναι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους υπέστησαν επεξεργασία ή σε σχέση με τον χρόνο που έχει παρέλθει. Το Δικαστήριο προσθέτει ότι, στο πλαίσιο της εκτίμησης αίτησης που έχει υποβάλει το υποκείμενο των δεδομένων κατά της επεξεργασίας στην οποία έχει προβεί ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης, πρέπει μεταξύ άλλων να εξετάζεται αν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να πάψει η σχετική με το πρόσωπό του πληροφορία να συνδέεται, επί του παρόντος, με το ονοματεπώνυμό του μέσω του καταλόγου αποτελεσμάτων ο οποίος προκύπτει κατόπιν αναζήτησης που έχει διενεργηθεί με βάση το ονοματεπώνυμο αυτό. Εφόσον συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι σύνδεσμοι προς τις ιστοσελίδες που περιέχουν τις πληροφορίες αυτές πρέπει να απαλείφονται από τον κατάλογο αποτελεσμάτων, εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι, όπως ο ρόλος που διαδραματίζει το υποκείμενο των δεδομένων στον δημόσιο βίο, που να δικαιολογούν υπέρτερο συμφέρον του κοινού για πρόσβαση, στο πλαίσιο αντίστοιχης αναζήτησης, στις επίμαχες πληροφορίες.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να απευθύνει σχετικές αιτήσεις στον φορέα εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης ο οποίος οφείλει να εξετάζει δεόντως τη βασιμότητά τους. Όταν ο υπεύθυνος της επεξεργασίας δεν ανταποκρίνεται στις αιτήσεις αυτές, το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να αποταθεί στην αρχή ελέγχου ή στις δικαστικές αρχές προκειμένου αυτές να προβούν στους απαραίτητους ελέγχους και να επιβάλουν στον υπεύθυνο τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων. (curia.europa.eu / legalnews24.gr)